ἐπινεφρίδιος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.). | |elrutext='''ἐπινεφρίδιος:''' (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках ([[δημός]] Hom.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐπι-[[νεφρίδιος]], ον [[νεφρός]]<br />[[upon]] the [[kidneys]], Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A upon the kidneys, δημός Il.21.204.
German (Pape)
[Seite 965] an den Nieren, δημός Il. 21, 204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se trouve sur les reins.
Étymologie: ἐπί, νεφρός.
English (Autenrieth)
(νεφρός): over the kidneys, Il. 21.204†.
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἐπινεφρίδιος, -ον)
νεοελλ.
1. φρ. «επινεφρίδιοι αδένες» — οι δύο ενδοκρινείς αδένες οι οποίοι βρίσκονται επάνω σε κάθε νεφρό ο καθένας τους
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επινεφρίδια
οι επινεφρίδιοι αδένες
αρχ.
αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά («ἐπινεφρίδιον δημόν» — το λίπος επάνω στα νεφρά).
Greek Monotonic
ἐπινεφρίδιος: -ον (νεφρός), αυτός που βρίσκεται πάνω στα νεφρά, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινεφρίδιος: (ρῐ) анат. (над)почечный, находящийся на почках (δημός Hom.).