ἐφέζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐφέζομαι:''' (impf. ἐφεζόμην)<br /><b class="num">1)</b> садиться (πατρὸς γούνασι Hom.; [[δένδρεσι]] Arph.; εἰς κραναὴν αὖλιν Anth.): Εὐρώταν ἐ. Eur. (о птицах) садиться на берега Эврота;<br /><b class="num">2)</b> сидеть (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *[[ἐφεῖσα]].
|elrutext='''ἐφέζομαι:''' (impf. ἐφεζόμην)<br /><b class="num">1)</b> садиться (πατρὸς γούνασι Hom.; [[δένδρεσι]] Arph.; εἰς κραναὴν αὖλιν Anth.): Εὐρώταν ἐ. Eur. (о птицах) садиться на берега Эврота;<br /><b class="num">2)</b> сидеть (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *[[ἐφεῖσα]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=inf. ἐφέζεσθαι<br />Dep.<br /><b class="num">1.</b> to sit [[upon]], c. dat., Hom., Ar.;—also c. gen., Pind.; and c. acc., Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> to sit by or near, Od., Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:55, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφέζομαι Medium diacritics: ἐφέζομαι Low diacritics: εφέζομαι Capitals: ΕΦΕΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ephézomai Transliteration B: ephezomai Transliteration C: efezomai Beta Code: e)fe/zomai

English (LSJ)

chiefly used in part. and 3sg. impf.; inf.

   A ἐφέζεσθαι Od. 4.717; imper. ἐφέζεο AP15.13 (Const. Sic.):—sit upon, c. dat., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Il.3.152; πατρὸς ἐφέζετο γούνασι 21.506; δίφρῳ ἐφέζεσθαι Od.4.717, cf. 509; ἔνθα δ' ἄρ' αὐτὸς ἐφέζετο 17.334; ὄχθῳ Ar.Av.774 (lyr.): also c. gen., Pi.N.4.67, A.R.3.1001; ἐπὶ νώτοις Mosch.2.125; εἰς αὖλιν AP5.236.10 (Agath.): also c. acc., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι E.Hel.1492 (lyr.); τύχη . . ναῦν θέλουσ' ἐ. A.Ag.664.    2 sit by or near, c. acc., οὐδ' ἔχων μύσος . . τὸ σὸν ἐφεζόμην βρετας prob. for ἐφεζομένη, Id.Eu.446. Cf. ἐφίζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφέζομαι: Ἀποθ., κυρίως ἐν χρήσει κατὰ μετοχ. καὶ γ΄ ἑνικ. παρατ.: ἀπαρ. ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717: προστ. ἐφέζεο Ἀνθ. Π. 15. 13. Κάθημαι ἐπί τινος, μετὰ δοτ., δενδρέῳ ἐφεζόμενοι Ἰλ. Γ. 152· πατρὸς ἐφέζετο γούνασι Φ. 506· δίφρῳ ἐφέζεσθαι Ὀδ. Δ. 717, πρβλ. 509· ὄχθῳ Ἀριστοφ. Ὄρν. 774· ὡσαύτως μετὰ γεν., Πινδ. Ν. 4. 109, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1001· ἐπὶ νώτοις Μόσχ. 2. 121· εἰς ἔποπος… αὖλιν ἐφεζόμενοι Ἀνθ. Π. 5. 237· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., Εὐρώταν ἐφεζόμεναι Εὐρ. Ἑλ. 1492· τύχη… ναῦν θέλουσ’ ἐφ. (ὁ Casaub. ναυστολοῦσ’) Αἰσχύλ. Ἀγ. 664· ἴδε καθίζω ΙΙ. 2) κάθημαι πλησίον, ἔνθα δ’ ἄρ’ αὐτὸς ἐφέζετο Ὀδ. Ρ. 334· μετ’ αἰτ., οὐδ’ ἔχων μύσος…τὸ σὸν ἐφεζόμην βρέτας (οὕτως ὁ Wieseler) Αἰσχύλ. Εὐμ. 446. Πρβλ. ἐφίζω.

English (Autenrieth)

ipf. ἐφέζετο: sit upon or by, Il. 21.506, Od. 17.334.

English (Slater)

ἐφέζομαι
   1 sit c. cogn. acc. εἶδεν δ' εὔκυκλον ἕδραν, τὰν οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ ἐφεζόμενοι δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν (Herwerden: τᾶς codd.: i. e. sitting in assembly ) (N. 4.67)

Spanish

sentarse sobre

Greek Monolingual

ἐφέζομαι (Α)
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («δενδρέῳ ἐφεζόμενοι», Ομ. Ιλ.)
2. κάθομαι ή μένω δίπλα ή κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕζομαι.

Greek Monotonic

ἐφέζομαι: αποθ., κυρίως, σε μτχ. και στο γʹ ενικ. παρατ.· απαρ. ἐφέζεσθαι·
1. κάθομαι πάνω σε, με δοτ., σε Όμηρ., Αριστοφ.· επίσης με γεν., σε Πίνδ.· και με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.
2. στέκομαι δίπλα ή κοντά, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφέζομαι: (impf. ἐφεζόμην)
1) садиться (πατρὸς γούνασι Hom.; δένδρεσι Arph.; εἰς κραναὴν αὖλιν Anth.): Εὐρώταν ἐ. Eur. (о птицах) садиться на берега Эврота;
2) сидеть (δενδρέῳ, δίφρῳ Hom.; τῆς ἕδρας Pind.). - см. тж. *ἐφεῖσα.

Middle Liddell

inf. ἐφέζεσθαι
Dep.
1. to sit upon, c. dat., Hom., Ar.;—also c. gen., Pind.; and c. acc., Aesch., Eur.
2. to sit by or near, Od., Aesch.