εὐτεχνία: Difference between revisions
From LSJ
Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐτεχνία:''' ἡ опытность, высокое искусство или мастерство Luc. | |elrutext='''εὐτεχνία:''' ἡ опытность, высокое искусство или мастерство Luc. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-τεχνία, ἡ,<br />[[skill]] in art, Luc., Anth. [from [[εὔτεχνος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A skill in art, Str.1.2.33, D.H.Dem.35, Luc.Herm.20, APl.4.142.6.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτεχνία: ἡ, ἐμπειρία ἐν τῇ τέχνῃ, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 34, Λουκ. Ἑρμότ. 20, Ἀνθ. Πλαν. 5. 142.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
habileté, industrie ; savoir en gén.
Étymologie: εὔτεχνος.
Greek Monolingual
εὐτεχνία, ἡ (ΑΜ) εύτεχνος
1. η εμπειρία, η γνώση, η επιστήμη στην τέχνη
2. (κατά τον Ησύχ.) «σοφία, σύνεσις».
Greek Monotonic
εὐτεχνία: ἡ, ικανότητα στην τέχνη, μαστοριά, σε Λουκ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐτεχνία: ἡ опытность, высокое искусство или мастерство Luc.