θορυβοποιός: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θορῠβοποιός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумливый, беспокойный ([[πλῆθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сеющий смуту, мятежный (θ. καὶ [[νεωτεριστής]] Plut.).
|elrutext='''θορῠβοποιός:'''<br /><b class="num">1)</b> шумливый, беспокойный ([[πλῆθος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> сеющий смуту, мятежный (θ. καὶ [[νεωτεριστής]] Plut.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=θορῠβο-[[ποιός]], όν [[ποιέω]]<br />[[making]] an [[uproar]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θορῠβοποιός Medium diacritics: θορυβοποιός Low diacritics: θορυβοποιός Capitals: ΘΟΡΥΒΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thorybopoiós Transliteration B: thorybopoios Transliteration C: thoryvopoios Beta Code: qorubopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making an uproar, turbulent, πλῆθος Plu. Mar.28.

German (Pape)

[Seite 1215] Lärm machend, Unruhe anstiftend, aufrührerisch, Plut. Phoc. 16 Mar. 28.

Greek (Liddell-Scott)

θορῠβοποιός: -όν, ὁ ποιῶν θόρυβον, ταραχώδης, Πλούτ. ἐν Μαρ. 28.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait du bruit, du tapage, qui cause du désordre.
Étymologie: θόρυβος, ποιέω.

Greek Monolingual

-ό (Α θορυβοποιός, -όν)
αυτός που κάνει θόρυβο, αυτός που δημιουργεί ταραχή, ταραχοποιός, ταραξίας
νεοελλ.
μτφ. αυτός που προκαλεί την προσοχή του κοινού με επιδεικτικές φράσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόρυβος + -ποιός (< ποιώ)].

Greek Monotonic

θορῠβοποιός: -όν (ποιέω), αυτός που προκαλεί, δημιουργεί θόρυβο ή ταραχή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

θορῠβοποιός:
1) шумливый, беспокойный (πλῆθος Plut.);
2) сеющий смуту, мятежный (θ. καὶ νεωτεριστής Plut.).

Middle Liddell

θορῠβο-ποιός, όν ποιέω
making an uproar, Plut.