ἱπποκένταυρος: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = [[κένταυρος]]. | |elrutext='''ἱπποκένταυρος:''' ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = [[κένταυρος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἱππο-[[κένταυρος]], ὁ,<br />a [[horse]]-centaur, [[half]]-[[horse]] [[half]]-man, Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A horse-centaur, half-horse half-man, Pl.Phdr.229d, X.Cyr.4.3.17: also as fem., θήλειαν ἱ. ἐποίησεν Luc.Zeux.3.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, Roßkentaur, halb Pferd, halb Mensch, Plat. Phaedr. 229 d Xen. Cyr. 4, 3, 17; vgl. ἰχθυοκένταυρος; auch fem., θήλειαν ἱππ. ἐποίησεν Luc. Zeux. 31; überhaupt Hirngespinnst, Hermot. 72; Sext. Emp. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, ἀπὸ κεφαλῆς μέχρις ὀσφύος ἄνθρωπος, κατὰ δὲ τὸ ἄλλο ἥμισυ ἵππος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰχθυοκένταυρος, (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαῖδρ. 229D, Ξεν. Κύρ. 43, 17., ὡσαύτως ὡς θηλ., θήλειαν ἱπποκένταυρον ἐποίησεν Λουκ. Ζεῦξις 3.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
hippocentaure, moitié homme moitié cheval.
Étymologie: ἵππος, κένταυρος.
Greek Monolingual
ἱπποκένταυρος, ὁ (Α) ο κατά το ήμισυ άνθρωπος και κατά το ήμισυ ίππος, ο κένταυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + κένταυρος].
Greek Monotonic
ἱπποκένταυρος: ὁ, κένταυρος, μυθικό πλάσμα, το οποίο ήταν μισός άνθρωπος και μισός άλογο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκένταυρος: ὁ Plat., Xen., Plut., Sext., ἡ Luc. = κένταυρος.
Middle Liddell
ἱππο-κένταυρος, ὁ,
a horse-centaur, half-horse half-man, Xen.