ἰξοβόλος: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(5)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἰξοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.
|lsmtext='''ἰξοβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που συλλαμβάνει [[κάτι]] τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰξο-[[βόλος]], ον [[βάλλω]]<br />setting limed twigs.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοβόλος Medium diacritics: ἰξοβόλος Low diacritics: ιξοβόλος Capitals: ΙΞΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: ixobólos Transliteration B: ixobolos Transliteration C: iksovolos Beta Code: i)cobo/los

English (LSJ)

ον,

   A setting limed twigs: as Subst., fowler, Man. 4.243.

German (Pape)

[Seite 1255] Leimruthen auslegend, ὁ, der Vogelsteller, Man. 4, 243.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοβόλος: -ον, ὁ βάλλων, τοποθετῶν ἰξευτικοὺς καλάμους: ― ὡς οὐσιαστ., ὀρνιθοθήρας, Μανέθων 4. 243.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
chasseur à la glu, oiseleur.
Étymologie: ἰξός, βάλλω.

Greek Monolingual

ἰξοβόλος, -ον (Α)
1. αυτός που χτυπά με ιξωτικά καλάμια
2. το αρσ. ως ουσ. ἰξοβόλος
ο ιξευτής, ο κυνηγός πτηνών με ιξόβεργα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιξός + -βόλος (< βάλλω) πρβλ. δισκο-βόλος, ιο-βόλος.

Greek Monotonic

ἰξοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που συλλαμβάνει κάτι τοποθετώντας ιξευτικά καλάμια.

Middle Liddell

ἰξο-βόλος, ον βάλλω
setting limed twigs.