ἰσορροπία: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἰσορροπία:''' ἡ равновесие ([[τῇς]] γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν. | |elrutext='''ἰσορροπία:''' ἡ равновесие ([[τῇς]] γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἰσορροπία]], ἡ,<br />[[equipoise]], [[equilibrium]], Plat. [from [[ἰσόρροπος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A equipoise, equilibrium, Pl.Phd. 109a: metaph., ἰ. τοῦ χρόνου Agath.4.25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορροπία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ἔχειν ἴσην ῥοπὴν ἢ κλίσιν πρὸς ἑκάτερα τὰ μέρη, Πλάτ. Φαίδ. 109Α.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
équilibre.
Étymologie: ἰσόρροπος.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ἰσορροπία) ισόρροπος
η κατάσταση δυνάμεων ίσης και αντίθετης ροπής, επομένως δυνάμεων που εξουδετερώνονται αμοιβαία («ισορροπία έλξης και αντίστασης»)
νεοελλ.
1. η κατάσταση του σώματος στο οποίο ενεργούν δυνάμεις που εξουδετερώνονται μοιβαία («ισορροπία ζυγού»)
2. η στάση του σώματος με στήριξη στο ένα πόδι, στα χέρια ή στο κεφάλι
3. ισότητα δύο ή περισσότερων αντίθετων τάσεων ή ομοειδών ποσοτήτων (α. «ισορροπία πολιτική» β. «ισορροπία οικονομική»)
4. φρ. «ισορροπία διανοητική» — υγιής διανοητική κατάσταση.
Greek Monotonic
ἰσορροπία: ἡ, ισορροπία, ζύγιασμα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσορροπία: ἡ равновесие (τῇς γῆς Plat.): ἐπὶ τῆς ἰσορροπίας μένειν Plut. = ἰσορροπεῖν.
Middle Liddell
ἰσορροπία, ἡ,
equipoise, equilibrium, Plat. [from ἰσόρροπος