θηριωδία: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(2b)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''θηριωδία:''' ἡ, v. l. θηριώδει Arst. = [[θηριῶδες]].
|elrutext='''θηριωδία:''' ἡ, v. l. θηριώδει Arst. = [[θηριῶδες]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[θηριωδία]], ἡ, = [[θηριότης]], Arist.]
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρῐωδία Medium diacritics: θηριωδία Low diacritics: θηριωδία Capitals: ΘΗΡΙΩΔΙΑ
Transliteration A: thēriōdía Transliteration B: thēriōdia Transliteration C: thiriodia Beta Code: qhriwdi/a

English (LSJ)

ἡ,= θηριότης, v.l. in Arist.EN1145a24, cf. Sch.E.Or.518 (written θηρῐ-ώδεια Asp.in EN130.7).

German (Pape)

[Seite 1210] ἡ, = θηριότης, Sp. Bei Ar. Eth. 7, 1, 2 ist die bessere Lesart θηριώδει.

Greek (Liddell-Scott)

θηριωδία: ἡ, = θηριότης, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 1, 2 (Bekk. θηριώδει).

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
férocité, bestialité.
Étymologie: θηριώδης.

Greek Monolingual

η (ΑΜ θηριωδία) θηριώδης
σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία.

Greek Monotonic

θηρῐωδία: ἡ, = θηριότης, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

θηριωδία: ἡ, v. l. θηριώδει Arst. = θηριῶδες.

Middle Liddell

θηριωδία, ἡ, = θηριότης, Arist.]