κακόνοια: Difference between revisions
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακόνοια -ας, ἡ [κακόνοος] vijandigheid. | |elnltext=κακόνοια -ας, ἡ [κακόνοος] vijandigheid. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκόνοια, ἡ,<br />ill-[[will]], [[malignity]], [[malice]], Xen., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A ill-will, malice, opp. εὔνοια, Lys.22.16, X.An.7.7.45, Cyr.3.1.38, D.21.204, Ph.2.120, al.
German (Pape)
[Seite 1301] ἡ, üble Gesinnung, Feindschaft; καὶ πανουργία Lys. 22, 16; Xen. Cyr. 3, 1, 38; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακόνοια: ἡ, τὸ κακῶς διακεῖσθαί τινι, δυσμένεια, ἀντίθετον τῷ εὔνοια, Λυσ. 165. 33, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 46, Κύρ. 3. 1, 38, Δημ. 243. 19., 580. 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
malveillance, hostilité.
Étymologie: κακόνοος.
Greek Monolingual
η (AM κακόνοια) κακόνους
1. δυσμένεια, εχθρότητα, εχθρική διάθεση («οὐ γὰρ κακονοίᾳ τῆ σῆ τοῡτο ποιεῑ, ἀλλ' ἀγνοίᾳ», Ξεν.)
2. δυστροπία, στρεβλότητα χαρακτήρα, κακοτροπία, αναποδιά.
Greek Monotonic
κᾰκόνοια: ἡ, κακός σκοπός, κακεντρέχεια, μοχθηρία, κακή πρόθεση, δόλος, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκόνοια: ἡ неприязнь, вражда, злоба Xen., Lys., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόνοια -ας, ἡ [κακόνοος] vijandigheid.