καλοδιδάσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(nl)
(1ab)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.
|elnltext=καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλο-[[διδάσκαλος]], ὁ,<br />a [[teacher]] of [[virtue]], NTest.
}}
}}

Revision as of 23:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλοδῐδάσκᾰλος Medium diacritics: καλοδιδάσκαλος Low diacritics: καλοδιδάσκαλος Capitals: ΚΑΛΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: kalodidáskalos Transliteration B: kalodidaskalos Transliteration C: kalodidaskalos Beta Code: kalodida/skalos

English (LSJ)

ὁ,

   A teacher of virtue, Ep.Tit.2.3.

German (Pape)

[Seite 1312] ὁ, ein guter Lehrer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, διδάσκαλος ἀρετῆς, Ἐπιστ. π. Τίτον β΄, 3.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui enseigne le bien, professeur de vertu.
Étymologie: καλός, διδάσκαλος.

English (Strong)

from καλός and διδάσκαλος; a teacher of the right: teacher of good things.

English (Thayer)

καλοδιδασκαλου, ὁ, ἡ (διδάσκαλος and καλόν, cf. ἱεροδιδασκαλος, νομοδιδάσκαλος, χοροδιδάσκαλος), teaching that which is good, a teacher of goodness: Titus 2:3. Nowhere else.

Greek Monolingual

καλοδιδάσκαλος, ὁ (Α)
αυτός που διδάσκει την αρετή.

Greek Monotonic

κᾰλοδιδάσκαλος: ὁ, δάσκαλος της αρετής, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καλοδιδάσκαλος: ὁ хороший наставник, учащий добру NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλοδιδάσκαλος -ον [καλός, διδάσκαλος] het goede onderwijzend.

Middle Liddell

κᾰλο-διδάσκαλος, ὁ,
a teacher of virtue, NTest.