κανηφορέω: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie). | |elnltext=κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰνηφορέω, fut. -ήσω<br />to [[carry]] the [[sacred]] [[basket]] in [[procession]], Ar. [from [[κανηφόρος]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 9 January 2019
English (LSJ)
A carry a basket, Ph.2.55, al.; esp. carry the sacred basket in procession, Ar.Lys.646, al., IG2.1204, al., 3.921; κ. Παναθηναίοις Arist.Ath.18.2; also κ. Δήλια καὶ Ἀπολλώνια Durrbach Choix d' Inscriptions de Délos 115 (ii B.C.); τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ Plu.2.772a; Ἴσιδι CIG2298 (Delos), cf. 3602 (Ilium).
German (Pape)
[Seite 1320] den Korb mit den heiligen Geräthen in der Procession tragen, wozu man die schönsten Jungseauen auswählte, Ar. Lys. 646. 1194; τῷ Διΐ Plut. amator. narr. 1; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνηφορέω: φέρω τὸ ἱερὸν κάνιστρον ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε κανηφόρος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être canéphore.
Étymologie: κανηφόρος.
Greek Monotonic
κᾰνηφορέω: μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνηφορέω: культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).
Middle Liddell
κᾰνηφορέω, fut. -ήσω
to carry the sacred basket in procession, Ar. [from κανηφόρος