καταστεφής: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(nl) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst. | |elnltext=καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κατστεφής, ές<br />[[crowned]], Soph.; of [[suppliant]] branches, wreathed with [[wool]], Eur. [from [[καταστέφω]] | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A crowned, S.Tr.178, A.R.3.220, etc.
Greek (Liddell-Scott)
καταστεφής: -ές, καταστεμμένος, ἐστεφανωμένος, ὁρῶ τὸν ἄνδρα καταστεφῆ Σοφ. Τρ. 178· ἡμερίδες χλοεροῖσι καταστεφέες πετάλοισι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 220, κτλ.· ἐπὶ κλάδου ἱκετηρίας, ἐστεμμένος δι’ ἐρίου, Εὐρ. Ἱκέτ. 259.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
couronné.
Étymologie: καταστέφω.
Greek Monolingual
καταστεφής, -ές (Α)
1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος
2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -στεφής (< στέφος), πρβλ. επι-στεφής, περι-στεφής].
Greek Monotonic
καταστεφής: -ές, στεφανωμένος, σε Σοφ.· λέγεται για ικευτικά κλαδιά, περιπλεγμένος με μαλλί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καταστεφής: увенчанный (ἀνήρ Soph.; γεραιαί Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταστεφής -ές [καταστέφω] bekranst.
Middle Liddell
κατστεφής, ές
crowned, Soph.; of suppliant branches, wreathed with wool, Eur. [from καταστέφω