κακόστρωτος: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
(nl)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακόστρωτος -ον [κακός, στρώννυμι] met slechte slaapgelegenheid.
|elnltext=κακόστρωτος -ον [κακός, στρώννυμι] met slechte slaapgelegenheid.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκό-στρωτος, ον<br />ill-[[spread]], i. e. [[rugged]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 00:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόστρωτος Medium diacritics: κακόστρωτος Low diacritics: κακόστρωτος Capitals: ΚΑΚΟΣΤΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kakóstrōtos Transliteration B: kakostrōtos Transliteration C: kakostrotos Beta Code: kako/strwtos

English (LSJ)

ον,

   A ill-spread, i. e. rugged, A.Ag.556.

German (Pape)

[Seite 1304] schlecht hingebreitet, vom schlechten Lager, Aesch. Ag. 542.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la couche est dure ou mauvaise.
Étymologie: κακός, στρώννυμι.

Greek Monolingual

κακόστρωτος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό-στρωτος, πορφυρό-στρωτος].

Greek Monotonic

κᾰκόστρωτος: -ον, κακοστρωμένος, δηλ. γεμάτος πτυχές ή ρωγμές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόστρωτος: плохо постланный, т. е. жесткий, неудобный для ночлега (δυσαυλίαι Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόστρωτος -ον [κακός, στρώννυμι] met slechte slaapgelegenheid.

Middle Liddell

κᾰκό-στρωτος, ον
ill-spread, i. e. rugged, Aesch.