προαιτιάομαι: Difference between revisions
Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προαιτιάομαι:''' ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT). | |elrutext='''προαιτιάομαι:''' ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[accuse]] [[beforehand]], τινα [[εἶναι]] NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
A accuse beforehand, τινὰ εἶναι Ep.Rom.3.9.
German (Pape)
[Seite 706] dep. med., vorher beschuldigen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
προαιτιάομαι: ἀποθ., κατηγορῶ ἐκ τῶν προτέρων, προῃτιασάμεθα γάρ Ἰουδαίους τε καὶ Ἕλληνας, διότι προεξηλέγξαμεν Ἰουδ. κτλ., Ἐπιστ. πρὸς Ρωμ. γ΄, 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
accuser auparavant.
Étymologie: πρό, αἰτιάομαι.
English (Strong)
from πρό and a derivative of αἰτία; to accuse already, i.e. previously charge: prove before.
Greek Monotonic
προαιτιάομαι: αποθ., επιρρίπτω ευθύνες ή κατηγορίες από πριν, τινα εἶναι, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-αιτιάομαι van tevoren beschuldigen.
Russian (Dvoretsky)
προαιτιάομαι: ранее или наперед обвинять (τινα ὑφ᾽ ἁμαρτίαν εἶναι NT).
Middle Liddell
Dep. to accuse beforehand, τινα εἶναι NTest.