προβόλαιος: Difference between revisions
σὺν Ἀθηνᾷ καὶ σὺ χεῖρα κινεῖ → God helps those who help themselves, God helps them that help themselves, heaven helps those who help themselves, the Lord helps those who help themselves, move your hand along with Athena, move your hand along with Minerva, fortune favors the prepared mind, fortune favours the prepared mind, chance favors the prepared mind, chance favours the prepared mind
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προβόλαιος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἄκων]]) копье Her.<br />выставленный вперед, взятый наперевес ([[δόρυ]] Theocr.). | |elrutext='''προβόλαιος:''' <b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἄκων]]) копье Her.<br />выставленный вперед, взятый наперевес ([[δόρυ]] Theocr.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προβόλαιος]], ον,<br />held out [[before]] one, levelled, couched, of a [[spear]], Theocr.: ὁ πρ., [[alone]], a [[spear]], ap. Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A held out before one, levelled, in rest, δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125; προβόλαιος alone, = πρόβολος 11, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.
German (Pape)
[Seite 712] = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.
Greek (Liddell-Scott)
προβόλαιος: -ον, προτεταμένος πρό τινος, προβολαίῳ δούρατι Θεόκρ. 24. 123· καὶ μόνον προβόλαιος, ὡς τὸ πρόβολος ΙΙ, εἴσω τὸν πρ. ἔχων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, ἔνθα ἴδε Schweigh.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on présente en avant, qu’on oppose ; ὁ προβόλαιος (ἄκων) l’épieu ou javeline en arrêt.
Étymologie: προβολή.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ προβόλαιος
όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον
μέσο άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, κυρίως, η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. περίβολος: περιβόλαιος)].
Greek Monotonic
προβόλαιος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον, προτεταγμένος, προβεβλημένος, λέγεται για δόρυ, σε Θεόκρ.· ὁ προβόλαιος (μόνο του), δόρυ, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβόλαιος -ον [προβολή] vooruitgestoken; subst. ὁ προβόλαιος speer. Hdt. 7.148.
Russian (Dvoretsky)
προβόλαιος: II ὁ (sc. ἄκων) копье Her.
выставленный вперед, взятый наперевес (δόρυ Theocr.).
Middle Liddell
προβόλαιος, ον,
held out before one, levelled, couched, of a spear, Theocr.: ὁ πρ., alone, a spear, ap. Hdt.