πριστός: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source
(nl)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.
|elnltext=πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πριστός]], ή, όν verb. adj.]<br />[[sawn]], Od.
}}
}}

Revision as of 00:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πριστός Medium diacritics: πριστός Low diacritics: πριστός Capitals: ΠΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pristós Transliteration B: pristos Transliteration C: pristos Beta Code: pristo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A sawn, ἐλέφας Od.18.196, 19.564; π. λόγχης ῥινήματα E.Fr.724; λίθος, of marble, J.AJ8.5.2; of a comb, π. ψήκτρης κνῆσμα AP6.233 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 702] adj. verb. von πρίω, gesägt, zerschnitten; ἐλέφας, zerschnittenes od. glatt gefeiltes Elfenbein, Od. 18, 196. 19, 564; ῥινήματα, Eur. bei Plut. de audit. 9; κνῆσμα, Qu. Maec. 6 (VI, 233).

Greek (Liddell-Scott)

πριστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ πρίω, κεκομμμένος διὰ πρίονος, πριονιστός, ἐλέφας Ὀδ. Σ. 196, Τ. 564· πρ. λόγχης, ῥινήματα Εὐρ. Τήλεφ. 26· ἐπὶ κτενός, πρ. ψήστρης κνίσμα Ἀνθ. Π. 6. 233. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πριονίσῃ, ἐπὶ μαρμάρου, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
scié.
Étymologie: adj. verb. de πρίω.

English (Autenrieth)

(πρίω): sawn, ivory, Od. 18.196 and Od. 19.564.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πριστός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος με πριόνι, πριονιστός, πριονισμένος
2. όμοιος με πριόνι, οδοντωτός, πριονωτός
αρχ.
1. (σχετικά με μάρμαρο) αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πριονίσει
2. φρ. «πριστὸς ἐλέφας» — στιλβωμένο ελεφάντινο οστό, φίλντισι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω «πριονίζω» (για το -σ- βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -τός τών ρημ. επιθ.].

Greek Monotonic

πριστός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να πριονιστεί, να κοπεί, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

πριστός: [adj. verb. к πρίω I]
1) пиленый, обточенный (ἐλέφας Hom.);
2) получившийся от пиления (ῥινήματα Eur.);
3) зазубренный (κνῆσμα Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πριστός -ή -όν [1. πρίω] gezaagd.

Middle Liddell

πριστός, ή, όν verb. adj.]
sawn, Od.