πρόμοιρος: Difference between revisions

From LSJ

Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann

Menander, Monostichoi, 554
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πρόμοιρος:''' постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.
|elrutext='''πρόμοιρος:''' постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πρό-μοιρος, ον, [[μοῖρα]]<br />[[before]] the [[destined]] [[term]], i. e. [[untimely]], of [[death]], Anth.
}}
}}

Revision as of 00:21, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόμοιρος Medium diacritics: πρόμοιρος Low diacritics: πρόμοιρος Capitals: ΠΡΟΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: prómoiros Transliteration B: promoiros Transliteration C: promoiros Beta Code: pro/moiros

English (LSJ)

ον, (μοῖρα)

   A before the destined term, i.e. untimely, of death, Ael.Fr.49, Man.1.276.    2 of persons, doomed to untimely death, AP11.159 (Lucill.); in epitaphs, dead before their time, Epigr. Gr.418 (Cyrene), IG14.1386.3 (Alba), 1521 (Rome). Adv. -ρως ib. 1932 (ibid.), BMus.Inscr.794.10 (Cnidus).

German (Pape)

[Seite 735] vor dem Geschick; θάνατος, frühzeitig, Ael. bei Suid. νεολαία, s. Epigr. in Jac. Anth. XII p. 292; auch adv., προμοίρως θανεῖν.

Greek (Liddell-Scott)

πρόμοιρος: -ον, (μοῖρα) πρὸ τοῦ ὑπὸ τῆς μοίρας ὡρισμένου χρόνου, πρόωρος, ἄωρος, ἐπὶ θανάτου, Ἀνθ. Π. 11. 159, Μανέθων 1. 276. 2) ἐν ἐπιταφίοις ἐπὶ προσώπων, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 418, 631, 707· οὕτως ἐν τῷ ἐπιρρ., προμοίρως εἰς θανάτοιο τέλος ἀπερχομένῳ IGSI 1932, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui devance les destins, prématuré.
Étymologie: πρό, μοῖρα.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και πρόμοιρις, -οίριος, Α
1. ο πριν από τον καθορισμένο από τη μοίρα χρόνο θάνατος, ο πρόωρος θάνατος
2. (για πρόσωπο) α) αυτός που πέθανε πρόωρα
β) ο καταδικασμένος σε πρόωρο θάνατο.
επίρρ...
προμοίρως
με πρόωρο θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -μοιρος (< μοῖρα)].

Greek Monotonic

πρόμοιρος: -ον (μοῖρα), αυτός που ανήκει στον προηγούμενο από τη μοίρα ορισμένο χρόνο, δηλ. πρόωρος, λέγεται για τον θάνατο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πρόμοιρος: постигнутый безвременной смертью или обреченный на безвременную кончину Anth.

Middle Liddell

πρό-μοιρος, ον, μοῖρα
before the destined term, i. e. untimely, of death, Anth.