προσχώρησις: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσχώρησις:''' εως ἡ подход, приближение (Plat. - v. l. [[προχώρησις]]). | |elrutext='''προσχώρησις:''' εως ἡ подход, приближение (Plat. - v. l. [[προχώρησις]]). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[προσχώρησις]], εως, [from [[προσχωρέω]]<br />a [[going]] [[towards]], [[approach]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:05, 10 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A approach, v.l. for προχ- in Pl.Ti.40c (pl.). II surrendering, joining, Men.Prot.p.102D.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde. ἡ, das Hinzu- od. Hinantreten, Plat. Tim. 40 d, v. l. προχώρησις, u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
προσχώρησις: ἡ, τὸ προσχωρεῖν, πλησιάζειν, Πλάτ. Τίμ. 40C, πρβλ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8. ΙΙ. παράδοσις, ὑποχώρησις, Βυζ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’aller vers, approche.
Étymologie: προσχωρέω.
Greek Monotonic
προσχώρησις: ἡ, πορεία προς κάπου, προσέγγιση, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσχώρησις: εως ἡ подход, приближение (Plat. - v. l. προχώρησις).
Middle Liddell
προσχώρησις, εως, [from προσχωρέω
a going towards, approach, Xen.