στεφανηπλόκος: Difference between revisions
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στεφᾰνηπλόκος:''' сплетающий венки Plut. | |elrutext='''στεφᾰνηπλόκος:''' сплетающий венки Plut. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στεφᾰνη-[[πλόκος]], ον, [[πλέκω]]<br />plaiting wreaths, Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:11, 10 January 2019
English (LSJ)
(parox.), ὁ, ἡ, Dor. στεφᾰνᾱπλ- Rev.Arch.22 (1925).63 (Callatis):—
A plaiter of wreaths, Thphr.HP6.8.1, BGU1528.1 (Ptolemaic), Plu.2.645f; also στεφανοπλόκος, Parmenio ap.Ath.13.608a, Dsc.3.75, 4.71, PLond. 1.125.35 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 939] Kränze flechtend, Theophr., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
στεφᾰνηπλόκος: -ον, ὁ πλέκων στεφάνους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1, Πλούτ. 2. 645F· ὡσαύτως στεφανοπλόκος, Παρμεν. παρ’ Ἀθην. 608Α· - ἀλλ’ ἐν ἅπασι τοῖς συνθέτοις τούτοις ὁ διὰ τοῦ η τύπος εἶναι ὁ ἄριστος, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 650.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui tresse des couronnes.
Étymologie: στεφάνη, πλέκω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. στεφαναπλόκος και στεφανοπλόκος, ὁ, ἡ, Α
τεχνίτης που έπλεκε στεφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + -πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο-πλόκος. Το -η- του τ. για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
στεφᾰνηπλόκος: -ον (πλέκω), αυτός που πλέκει καλάθια, καλαθοπλέκτης, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
στεφᾰνηπλόκος: сплетающий венки Plut.