πτέρωμα: Difference between revisions
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(4) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πτέρωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> оперение, окрыленность (τὸ τῆς ψυχῆς π. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> оперенная стрела Aesch.;<br /><b class="num">3)</b> крыло (τῶν πτερωμάτων χρώματα Arst.). | |elrutext='''πτέρωμα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> оперение, окрыленность (τὸ τῆς ψυχῆς π. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> оперенная стрела Aesch.;<br /><b class="num">3)</b> крыло (τῶν πτερωμάτων χρώματα Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πτέρωμα]], ατος, τό, [[πτερόω]]<br /><b class="num">I.</b> that [[which]] is [[feathered]], e. g. a [[feathered]] [[arrow]], Aesch.<br /><b class="num">II.</b> [[plumage]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is feathered, e.g. feathered arrow, A.Fr.139, Lyc.56. 2 π. βραγχίων the fin by the gills of fishes, Ael.NA16.12. 3 colonnade of a temple, Vitr.3.3.9, 4.8.6. 4 πτερώματα πετάσου awnings, Ephes.2.41 (iii A.D.). II plumage, τὸ τῆς ψυχῆς π. Pl.Phdr.246e; in literal sense, Porph. ap. Eus.PE3.12: pl., Arist.Col.792a24, b28. 2 οἷον . . π. τῆς κινήσεως motive wingpower, Gal.7.586.
German (Pape)
[Seite 809] τό, die Befiederung, das Gefieder; Aesch. frg. 116; Plat. Phaedr. 246 e. – Der befiederte Pfeil, Lycophr. 56; – βραγχίου, Floßfeder an den Kiemen, Ael. H. A. 16, 12. – Auch = πτερόν bei Gebäuden, Vitruv. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
πτέρωμα: τό, τὸ ἔχειν πτερά, π.χ. βέλος ἔχον πτερά, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 129, Λυκόφρ. 56· πρβλ. πτερόν ΙΙΙ. 6. 2) πτ. βραχίων, τὸ πτερύγιον τὸ παρὰ τὰ βράγχια τῶν ἰχθύων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 12. 3) τὸ περίστυλον ναοῦ (ἴδε πτερὸν ΙΙΙ. 9), Βιτρούβ. 3. § 29, 4. § 61. ΙΙ. πτέρωσις, τὰ πτερά, τὸ τῆς ψυχῆς πτ. Πλάτ. Φαῖδρ. 246Ε· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. Χρωμ. 2, 4 καὶ 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
lobe de branchies.
Étymologie: πτερόω.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ, και φτέρωμα Ν
1. τα φτερά και τα πούπουλα ενός πτηνού, το σύνολο τών πτερών και τών πτίλων
2. μτφ. η δύναμη για πέταγμα ή για κίνηση (α. «φρενών πτέρωμα», Κάλβ.
β. «τὸ τῆς ψυχῆς... πτέρωμα», Μεθόδ.
γ. «πτέρωμα τῆς κινήσεως», Γαλ.)
νεοελλ.
το φύτρωμα τών φτερών, η πτεροφυΐα
αρχ.
1. το να έχει φτερά κάποιο ζώο
2. το φτερωτό άκρο του βέλους
3. τα πτερύγια τών βραγχίων τών ψαριών
4. το περίστυλο ναού
5. προεξοχή στέγης, γείσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτερόν + κατάλ. -ωμα (πρβλ. πλεύρ-ωμα: πλευρά)].
Greek Monotonic
πτέρωμα: -ατος, τό (πτερόω),
I. αυτό που έχει φτερά, π.χ. το φτερωτό βέλος, σε Αισχύλ.
II. τα ίδια τα φτερά, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πτέρωμα -ατος, τό [πτερόν] verenkleed:. τὸ τῆς ψυχῆς πτέρωμα het verenkleed van de ziel Plat. Phaedr. 246e.
Russian (Dvoretsky)
πτέρωμα: ατος τό1) оперение, окрыленность (τὸ τῆς ψυχῆς π. Plat.);
2) оперенная стрела Aesch.;
3) крыло (τῶν πτερωμάτων χρώματα Arst.).
Middle Liddell
πτέρωμα, ατος, τό, πτερόω
I. that which is feathered, e. g. a feathered arrow, Aesch.
II. plumage, Plat.