συνάδελφος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.
|elnltext=συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-άδελφος, ον,<br />one that has a [[brother]] or [[sister]], Xen.
}}
}}

Revision as of 01:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάδελφος Medium diacritics: συνάδελφος Low diacritics: συνάδελφος Capitals: ΣΥΝΑΔΕΛΦΟΣ
Transliteration A: synádelphos Transliteration B: synadelphos Transliteration C: synadelfos Beta Code: suna/delfos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A one that has a brother or sister, opp. ἀνάδελφος, X.Mem.2.3.4.    II member of an association, PMasp.2.11 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 996] Geschwister habend, Xen. Mem. 2, 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνάδελφος: -ον, ὁ ἔχων ἀδελφὸν ἢ ἀδελφήν, ἀντίθετον τῷ ἀνάδελφος, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, συνέταιρος, μέλος τῆς αὐτῆς ἑταιρείας, ὁμότεχνος, συντεχνίτης κτλ., Ἰω. Μόσχ. 3060C, Λεόντ. Κύπρ. 1709Β· οἱ τεχνῖται οἱ ψέγοντες τὰς τέχνας τῶν συναδελφῶν αὐτῶν Νομοκάνων Cotel. 475 (ἐν τοῖς ἀνωτέρω μνημονευθεῖσι συγγράμμασιν ἡ λέξις φέρεται ὀξυτόνως: συναδελφός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a des frères ou des sœurs.
Étymologie: σύν, ἀδελφός.

Greek Monolingual

ο, η / συνάδελφος, -ον, ΝΜΑ, και συνάδερφος, ο, η, θηλ. και συναδέλφισσα και συναδέρφισσα Ν
νεοελλ.-μσν.
1. αυτός που ασκεί το ίδιο επάγγελμα με κάποιον άλλο
2. αυτός που ανήκει στον ίδιο οργανισμό, στην ίδια εταιρεία, στην ίδια σχολή με άλλον
αρχ.
1. αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε αντιδιαστολή προς τον ανάδελφο
2. αυτός που είναι αδελφός κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀδελφός.

Greek Monotonic

συνάδελφος: -ον, αυτός που έχει αδελφό ή αδελφή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνάδελφος: (ᾰ) имеющий братьев или сестер Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άδελφος -ον in het bezit van een broer of zus. Xen. Mem. 2.3.4.

Middle Liddell

συν-άδελφος, ον,
one that has a brother or sister, Xen.