στημορραγέω: Difference between revisions
ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn. | |elnltext=στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=στημορ-ρᾰγέω,<br />intr. to be [[torn]] to shreds, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:25, 10 January 2019
English (LSJ)
(ῥήγνυμι) intr.,
A to be torn to shreds, λακίδες σ. ἐσθημάτων A.Pers.836.
Greek (Liddell-Scott)
στημορρᾰγέω: (√ΡΑΓ, ῥήγνυμι) ἀμεταβ., σχίζομαι εἰς τεμάχια, εἰς ῥάκη, στ. λακίδες ἐσθημάτων Αἰσχύλ. Πέρσ. 836.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rompre, éclater en parl. de la trame d’une étoffe.
Étymologie: στήμων, ῥήγνυμι.
Greek Monotonic
στημορρᾰγέω: αμτβ., σχίζομαι σε κομμάτια, σε ράκη, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στημορρᾰγέω: разрываться по основе, т. е. по ниточкам: λακίδες στημορραγοῦσι ἐσθημάτων Aesch. лохмотья одежд рвутся по ниткам.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στημορραγέω [στήμων, ῥήγνυμι] uiteengerafeld zijn.
Middle Liddell
στημορ-ρᾰγέω,
intr. to be torn to shreds, Aesch.