συνοικήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(nl) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833. | |elnltext=συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[συνοικήτωρ]], ορος, ὁ,<br />a [[house]]-[[fellow]], Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ορος, ὁ, = foreg.,
A ξ. ἐμοί A.Eu.833.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ) :
qui habite ou vit avec.
Étymologie: συνοικέω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνοικήτωρ, -ορος, ὁ, Α
συγκάτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συνοικῶ «συγκατοικώ» + επίθημα -τωρ (πρβλ. κοσμή-τωρ)].
Greek Monotonic
συνοικήτωρ: -ορος, ὁ, συγκάτοικος, σύνοικος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
συνοικήτωρ: ορος живущий вместе (τινί Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικήτωρ -ορος, ὁ [συνοικέω] samenwonend met, met dat.. Aeschl. Eum. 833.
Middle Liddell
συνοικήτωρ, ορος, ὁ,
a house-fellow, Aesch.