Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράπτιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τετράπτῐλος:''' четырехперый Arph.
|elrutext='''τετράπτῐλος:''' четырехперый Arph.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρά-˘πτῐλος, ον, [[πτίλον]]<br />[[four]]-[[winged]], Ar.
}}
}}

Revision as of 01:48, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράπτῐλος Medium diacritics: τετράπτιλος Low diacritics: τετράπτιλος Capitals: ΤΕΤΡΑΠΤΙΛΟΣ
Transliteration A: tetráptilos Transliteration B: tetraptilos Transliteration C: tetraptilos Beta Code: tetra/ptilos

English (LSJ)

ον,

   A four-winged, Ar.Ach.1082.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Federn, Ar. Ach. 1046.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπτῐλος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας πτέρυγας, βούλει μάχεσθαι Γηρυόνῃ τετραπτίλῳ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre ailes.
Étymologie: τέσσαρες, πτίλον.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις φτερούγες, τετράπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πτίλον «φτερούγα, πούπουλο»].

Greek Monotonic

τετράπτῐλος: [ᾰ], -ον (πτίλον), αυτός που έχει τέσσερα πτερύγια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τετράπτῐλος: четырехперый Arph.

Middle Liddell

τετρά-˘πτῐλος, ον, πτίλον
four-winged, Ar.