ταγός: Difference between revisions
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τᾱγός:''' ὁ [[τάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> предводитель, вождь, повелитель Trag., Hom. и Arph. - с ᾰ: τ. μακάρων Aesch. = [[Ζεύς]];<br /><b class="num">2)</b> (в Фессалии) верховный вождь, главнокомандующий (Plut.; Xen. - v. l. [[τάγης]]). | |elrutext='''τᾱγός:''' ὁ [[τάσσω]]<br /><b class="num">1)</b> предводитель, вождь, повелитель Trag., Hom. и Arph. - с ᾰ: τ. μακάρων Aesch. = [[Ζεύς]];<br /><b class="num">2)</b> (в Фессалии) верховный вождь, главнокомандующий (Plut.; Xen. - v. l. [[τάγης]]). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=τᾱγός, οῦ, ὁ, [[τάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[commander]], [[chief]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">II.</b> esp. the Chief of [[Thessaly]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 10 January 2019
English (LSJ)
ὁ, (τάσσω
A commander, ruler, chief, ταγὸς μακάρων, of Zeus, A.Pr.96 (anap.); ταγοὶ Περσῶν Id.Pers.23 (anap.); ξύμφρονε ταγώ prob. in Id.Ag.110 (lyr.); νεῶν, ναῶν, Id.Pers.324, 480, cf. S.Ant. 1057, E.IA269 (lyr.); τῶν Ἀθηνῶν Ar.Eq.159. II specially, federal commander of Thessalian league, X.HG6.1.6, 6.4.28, etc. 2 pl., college of magistrates in Thessaly, IG9(2).517.3 (Larissa, iii B.C.): sg., one such magistrate, SIG55 (v B.C.), Inscr.Cypr.116,170 H. 3 president of a phratria, Schwyzer 323 A 11, al. (Delph.). [ᾱ, but τᾰγοί was read by Aristarch. and others in Il.23.160; if οἵ τ' ἀγοί is read οἵ τ' is relat. (sc. εἰσίν).]
German (Pape)
[Seite 1063] ὁ, Anordner, Anführer, Befehlshaber; Il. 23, 160; ὁ νέος ταγὸς μακάρων, Aesch. Prom. 96; ταγοὶ Περσῶν, Pers. 23. 472; Soph. Ant. 1044; Eur. I. A. 269; Ar. Equ. 159; sp. D.; bes. in Thessalien gebräuchlicher Ausdruck, Poll. 1, 128; vgl. Xen. Hell. 6, 1, 6. – [Α ist bei den Tragg. lang, wie bei sp. D., Lycophr. 1310 Loll. Bass. 8 (VII, 243) Ep. ad. 165 (App. 352) u. sonst in der Anth.; kurz bei Hom. a. a. O., wo Spitzner u. Bekker τ' ἀγοί lesen, u. Ar. Equ. 159; vgl. auch in dieser Beziehung ταγή u. ταγοῦχος.]
Greek (Liddell-Scott)
τᾱγός: ὁ, (τάσσω), ὁ διατάττων κυβερνῶν, κυβερνήτης, ἀρχηγός, ἡγεμών, ταγὸς μακάρων, ὁ Ζεύς, Αἰσχύλ. Πρ. 96· ταγοὶ Περσῶν ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 23 νεῶν, ναῶν ταγοὶ αὐτόθι 324, 480, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1057. Εὐρ. Ι. Α. 269. ΙΙ. κυρίως, ἐπώνυμον τοῦ ἄρχοντος τῶν Θεσσαλῶν, Ξεν. Ἑλλ. 6. 1, 6., 4. 28, κτλ. [ᾱ ἀείποτε· διότι τὸ τᾰγοὶ ἐν Ἰλ. Ψ. 160 ἦτο μόνον πλημμ. γραφ. ἀντὶ τ’ ἀγοί.]
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
chef, commandant ; particul. en Thessalie chef suprême en temps de guerre.
Étymologie: τάσσω.
Greek Monolingual
ὁ, Α
1. ηγεμόνας, αρχηγός
2. (στην αρχ. Θεσσαλία) α) ανώτατος πολιτικός ή στρατιωτικός ηγεμόνας, βασιλιάς
β) στον πληθ. οἱ ταγοί
το συμβούλιο τών ηγετών
3. αρχηγός φρατρίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταγός έχει σχηματιστεί από το θ. ταγ- του ρ. τăσσω (πρβλ. ταγ-ή, τάγ-μα) εμφανίζει, όμως, το αναμενόμενο βραχύ -ă- μόνο σε κάποια χωρία του ομηρικού κειμένου. Αντίθετα, η λ. απαντά στην τραγική ποίηση και πιθ. σε θεσσαλικές και δελφικές επιγραφές με -ᾱ-, το οποίο μπορεί να ερμηνευθεί ως προϊόν της αναλογικής επίδρασης άλλων στρατιωτικών όρων όπως η λ. λοχᾶγός].
Greek Monotonic
τᾱγός: ὁ (τάσσω),
I. αυτός που διατάσσει, κυβερνήτης, αρχηγός, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. ιδίως, επώνυμο του άρχοντα των Θεσσαλών, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
τᾱγός: ὁ τάσσω
1) предводитель, вождь, повелитель Trag., Hom. и Arph. - с ᾰ: τ. μακάρων Aesch. = Ζεύς;
2) (в Фессалии) верховный вождь, главнокомандующий (Plut.; Xen. - v. l. τάγης).
Middle Liddell
τᾱγός, οῦ, ὁ, τάσσω
I. a commander, chief, Aesch., Eur.
II. esp. the Chief of Thessaly, Xen.