τριαινόω: Difference between revisions
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
(4b) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τριαινόω:''' <b class="num">1)</b> взламывать (θάκους μοχλοῖς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> взрывать, вскапывать ([[τήν]] γῆν δικέλλῃ Arph.). | |elrutext='''τριαινόω:''' <b class="num">1)</b> взламывать (θάκους μοχλοῖς Eur.);<br /><b class="num">2)</b> взрывать, вскапывать ([[τήν]] γῆν δικέλλῃ Arph.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[τριαινόω]], fut. -ώσω<br /><b class="num">I.</b> to [[heave]] with the [[trident]]: [[generally]], to [[heave]] or [[prise]] up, [[overthrow]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> τρ. τὴν γῆν δικέλλῃ to [[break]] it up with a [[mattock]], Ar. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:57, 10 January 2019
English (LSJ)
prop.
A heave with the trident: then, generally, heave or prise up, overthrow, θάκους μοχλοῖς τ. E.Ba.348. II τ. δικέλλῃ τὸ γῄδιον break it up with a fork or mattock, Ar.Pax570 (troch.).
Greek (Liddell-Scott)
τριαινόω: κυρίως διασείω κτυπῶν διὰ τῆς τριαίνης· ἀκολούθως καθόλου, κινῶ, διακινῶ, ἀνατρέπω, καταρρίπτω, τρ. τι μοχλοῖς Εὐρ. Βάκχ. 348. ΙΙ. τριαινοῦν τὴν γῆν δικέλλῃ, σκάπτειν καὶ ἐπισύρειν τὰς βόλους τῇ δικέλλῃ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 570.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ébranler avec le trident;
2 remuer la terre avec une fourche.
Étymologie: τρίαινα.
Greek Monotonic
τριαινόω: μέλ. τριαινώσω,
I. ανυψώνω, σείω χτυπώντας με την τρίαινα· γενικά, κινώ, ανατρέπω, καταρρίπτω, σε Ευρ.
II. τριαινόω τὴν γῆν δικέλλῃ, την οργώνω με τον κασμά, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριαινόω [τρίαινα] met een drietand bewerken, los wrikken:. θάκους μοχλοῖς τριαίνου wrik de zetels los met koevoeten Eur. Ba. 348; τριαινοῦν τῇ δικέλλῃ... τὸ γῄδιον met de houweel mijn lapje grond bewerken Aristoph. Pax. 570.
Russian (Dvoretsky)
τριαινόω: 1) взламывать (θάκους μοχλοῖς Eur.);
2) взрывать, вскапывать (τήν γῆν δικέλλῃ Arph.).
Middle Liddell
τριαινόω, fut. -ώσω
I. to heave with the trident: generally, to heave or prise up, overthrow, Eur.
II. τρ. τὴν γῆν δικέλλῃ to break it up with a mattock, Ar.