ὑετόεις: Difference between revisions
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑετόεις:''' όεσσα, όεν Anth. = [[ὑέτιος]]. | |elrutext='''ὑετόεις:''' όεσσα, όεν Anth. = [[ὑέτιος]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑ¯ετόεις, εσσα, εν<br />[[rainy]], Anth. [from ὑ¯ετός] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:05, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῡ], εσσα, εν,
A = ὑέτιος 1.1, dub. l. in AP9.525.21.
German (Pape)
[Seite 1175] εσσα, εν, zum Regen gehörig, regnig, Apollo heißt so Hymn. (IX, 525, 21).
Greek (Liddell-Scott)
ὑετόεις: [ῡ], εσσα, εν, = ὑέτιος, Ἀνθ. Π. 9 525, 21.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
de pluie, pluvieux.
Étymologie: ὑετός.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(ως προσωνυμία του Απόλλωνος) αυτός που φέρνει ραγδαίες βροχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑετός «βροχή» + -όεις].
Greek Monotonic
ὑετόεις: [ῡ], -εσσα, -εν, βροχερός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὑετόεις: όεσσα, όεν Anth. = ὑέτιος.
Middle Liddell
ὑ¯ετόεις, εσσα, εν
rainy, Anth. [from ὑ¯ετός]