ὑβριστέος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑβριστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ. | |lsmtext='''ὑβριστέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὑβριστέος]], η, ον, verb. adj. from [[ὑβρίζω]]<br />that may be insulted, Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:14, 10 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A that may be insulted, D.54.44.
Greek (Liddell-Scott)
ὑβριστέος: -α, -ον, ὃν δύναταί τις ὑβρίζειν, Δημ. 1271, 6. ΙΙ. ὑβριστέον, δεῖ ὑβρίζειν, Γρηγ. Ναζ. Ἴαμβ. 20. 27.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ὑβρίζω.
Greek Monotonic
ὑβριστέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που μπορεί να προσβληθεί, σε Δημ.
Middle Liddell
ὑβριστέος, η, ον, verb. adj. from ὑβρίζω
that may be insulted, Dem.