ὑπόφθονος: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπόφθονος:''' -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., <i>ὑποφθόνως ἔχειν</i>, το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν. | |lsmtext='''ὑπόφθονος:''' -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., <i>ὑποφθόνως ἔχειν</i>, το να συμπεριφέρεται [[κάποιος]] κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὑπό-φθονος, ον,<br />[[somewhat]] [[jealous]]: adv., ὑποφθόνως ἔχειν to [[behave]] [[somewhat]] [[jealously]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:17, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A somewhat jealous, only in Adv., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα behave somewhat jealously towards one, Id.HG7.1.26.
German (Pape)
[Seite 1239] ein wenig neidisch; ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα, neidisch, übel gesinnt sein gegen Einen, Xen. Hell. 7, 1,26.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόφθονος: -ον, ὀλίγον φθονερὸς ἢ ζηλότυπος· ἐπίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
secrètement jaloux.
Étymologie: ὑπό, φθόνος.
Greek Monotonic
ὑπόφθονος: -ον, κάπως ζηλιάρης· επίρρ., ὑποφθόνως ἔχειν, το να συμπεριφέρεται κάποιος κάπως ζηλότυπα, σε Ξεν.
Middle Liddell
ὑπό-φθονος, ον,
somewhat jealous: adv., ὑποφθόνως ἔχειν to behave somewhat jealously, Xen.