φιλανθρωπεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425
(4b)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλανθρωπεύομαι:''' <b class="num">1)</b> med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> pass. встречать человечное отношение к себе Diod.
|elrutext='''φιλανθρωπεύομαι:''' <b class="num">1)</b> med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);<br /><b class="num">2)</b> pass. встречать человечное отношение к себе Diod.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλανθρωπεύομαι,<br />Dep. to act [[humanely]], πρός τινα Dem.
}}
}}

Revision as of 02:27, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλανθρωπεύομαι Medium diacritics: φιλανθρωπεύομαι Low diacritics: φιλανθρωπεύομαι Capitals: ΦΙΛΑΝΘΡΩΠΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: philanthrōpeúomai Transliteration B: philanthrōpeuomai Transliteration C: filanthropeyomai Beta Code: filanqrwpeu/omai

English (LSJ)

   A act humanely or courteously, πρός τινας D.19.139: c. acc. rei, to show kindness by granting a thing, Hld.9.27, D.C.50.20; τι περί τινα Aristid.Or.21 (22).10; τὰ θαυμαστά Id.2.234J.    2 Astrol., = sq. 1.2, Procl.Par.Ptol.200.    II c. acc. pers., treat humanely, J.AJ 13.2.3; φ. τινά τι do one a kindness, Hld.9.2:—Pass., φιλανθρωπευθέντες D.S.18.18, cf. Phld.Herc.1457.9.    2 conciliate, τὸν δῆμον δώδεκα ἀποικίαις App.BC1.23.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλανθρωπεύομαι: ἀποθ., φέρομαι φιλανθρώπως ἢ φιλοφρόνως, πρός τινα Δημ. 384. 11· ― μετ’ αἰτ. πράγματος, δεικνύω φιλανθρωπίαν παρέχων τι, Ἡλιόδ. 9. 27· τινι Δίων Κάσσ. 50. 20· τι περί τινα Ἀριστείδ. 1. 272. 2) ὡς παθητικόν, φιλανθρωπευθέντες, φιλανθρώπου χρήσεως τυχόντες, Διόδ. 18. 18. ΙΙ. Μεταβατ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ φιλάνθρωπον, εὐμενῆ, διαλλάττω, συμφιλιώνω, τὸν δῆμον Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 23· φ. τινά τι, πράττω φιλάνθρωπόν τινα πρᾶξιν πρός τινα, Ἡλιόδ. σελ. 9. 2.

French (Bailly abrégé)

I. intr. se conduire avec humanité, se montrer humain, bon : πρός τινα pour qqn;
II. tr. 1 traiter avec humanité, avec bonté : τινά τι qqn en qch ; Pass. être bien traité;
2 accorder avec bonté : τι qch;
3 rendre bienveillant, disposer favorablement, se concilier, acc..
Étymologie: φιλάνθρωπος.

Greek Monolingual

Α φιλάνθρωπος
(αποθ.)
1. φέρομαι με φιλανθρωπία
2. (μτβ.) α) καθιστώ κάποιον φιλάνθρωπο
β) (με αιτ. προσ. και πράγματος) κάνω μια φιλανθρωπική πράξη για κάποιον
γ) (με αιτ. πράγματος) παρέχω κάτι με φιλανθρωπική διάθεση
3. (το αρσ. της μτχ. παθ. αορ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ φιλανθρωπευθέντες·αυτοί που έτυχαν φιλανθρωπικής μεταχείρισης.

Greek Monotonic

φῐλανθρωπεύομαι: αποθ.,
I. 1. ενεργώ ανθρώπινα, πρός τινα, σε Δημ., Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις από καλοσύνη, αγαθοεργίες, φιλοφροσύνες, σε Δημ.
2. λέγεται για το Θεό, αγάπη για τον άνθρωπο, σε Καινή Διαθήκη
II. λέγεται για πράγματα, ἡ φιλανθρωπία τῆς τέχνης, σχετικά με τη γεωργία, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φιλανθρωπεύομαι: 1) med. быть человеколюбивым, обращаться гуманно (πρός τινα Dem.);
2) pass. встречать человечное отношение к себе Diod.

Middle Liddell

φῐλανθρωπεύομαι,
Dep. to act humanely, πρός τινα Dem.