χέρνιβον: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χέρνῐβον:''' τό сосуд для омовения рук Hom.
|elrutext='''χέρνῐβον:''' τό сосуд для омовения рук Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χέρ-νῐβον, ου, τό,<br />a [[vessel]] for [[water]] to [[wash]] the hands, a [[basin]], Il. [from [[χερνίπτομαι]]
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρνῐβον Medium diacritics: χέρνιβον Low diacritics: χέρνιβον Capitals: ΧΕΡΝΙΒΟΝ
Transliteration A: chérnibon Transliteration B: chernibon Transliteration C: chernivon Beta Code: xe/rnibon

English (LSJ)

τό,

   A = χερνιβεῖον, Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.

German (Pape)

[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.

Greek (Liddell-Scott)

χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bassin pour se laver les mains.
Étymologie: χέρνιψ.

English (Autenrieth)

(χείρ, νίπτω): wash-basin, Il. 24.304†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῑς λέγομεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, -ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. keniqa].

Greek Monotonic

χέρνῐβον: τό, δοχείο με νερό για το πλύσιμο των χεριών, λεκάνη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

χέρνῐβον: τό сосуд для омовения рук Hom.

Middle Liddell

χέρ-νῐβον, ου, τό,
a vessel for water to wash the hands, a basin, Il. [from χερνίπτομαι