χρυσόδετος: Difference between revisions
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσόδετος:''' оправленный в золото, отделанный золотом ([[σφρηγίς]] Her.; [[κέρας]] Soph., Plut.; περόναι Eur.): χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. золотые силки, т. е. украшения женщин; χ. σώματος [[ἀλκή]] Eur. отделанные золотом доспехи. | |elrutext='''χρῡσόδετος:''' оправленный в золото, отделанный золотом ([[σφρηγίς]] Her.; [[κέρας]] Soph., Plut.; περόναι Eur.): χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. золотые силки, т. е. украшения женщин; χ. σώματος [[ἀλκή]] Eur. отделанные золотом доспехи. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=χρῡσό-δετος, ον,<br />[[bound]] with [[gold]], set in [[gold]], [[σφρηγίς]] Hdt.:— enriched with [[gold]], Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, also α, ον Alc.33: (δέω(A)):—
A bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.3.41. 2 overlaid or enriched with gold, ἐλεφαντίναν λάβαν τῷ ξίφεος χρυσοδέταν Alc. l.c.; χ. κέρας, of a lyre, S.Fr. 244 (lyr.); χ. ἕρκεσι γυναικῶν, of the golden necklace with which Eriphyle was bribed, Id.El.838 (lyr.); περόναι χ. E.Ph.805(lyr.): metaph., χ. σώματος ἀλκήν in golden armour, Id.Rh.382 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1380] mit Gold verbunden, in Gold gefaßt, Her. 3, 41; mit Gold belegt, Soph. El. 837; übh. golden, περόναι, Eur. Phoen. 812; Agath. 27 (VI, 74).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόδετος: -ον, καὶ η, ον, Ἀλκαῖ. 33· (δέω)· - δεδεμένος διὰ χρυσοῦ, ἐντεθειμένος εἰς χρυσόν, σφραγὶς Ἡρόδ. 3. 41· - ἐπίχρυσος, διὰ χρυσοῦ πλουσίως κεκοσμημένος, ἐλεφαντίναν λαβὰν τῶ ξίφεος χρυσοδέταν Ἀλκαῖ. ἔνθ’ ἀνωτ.· χρ. κέρας, ἐπὶ λύρας, Σοφ. Ἀποσπ. 232· χρυσοδέτοις ἕρκεσι γυναικῶν, περὶ τοῦ χρυσοῦ ὅρμου, ὃν ἐδέξατο ἡ Ἐριφύλη ἐπὶ τῷ ὀλέθρῳ τοῦ ἑαυτῆς ἀνδρός, ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 837· περόναι χρ. Εὐρ. Φοίν. 805· μεταφορ., χρ. σώματος ἀλκήν, μετὰ χρυσοῦ ὁπλισμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ρήσῳ 383.
French (Bailly abrégé)
ος ou η, ον :
attaché ou fixé avec de l’or.
Étymologie: χρυσός, δέω.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσόδετος, -ον, ΝΜΑ
1. δεμένος με χρυσό
2. στολισμένος με χρυσό
νεοελλ.
(ειδικά)
1. (για βιβλίο) αυτός που έχει στο εξώφυλλό του χρυσά γράμματα ή σχέδια
2. (για πολύτιμους λίθους) προσαρμοσμένος σε χρυσό ή με χρυσό («χρυσόδετο διαμάντι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -δετος (< δετός < δεω «δένω»), πρβλ. χαλκό-δετος].
Greek Monotonic
χρῡσόδετος: -ον, αυτός που είναι δεμένος με χρυσό, φτιαγμένος με χρυσό, σφρηγίς, σε Ηρόδ.· εμπλουτισμένος με χρυσό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόδετος: оправленный в золото, отделанный золотом (σφρηγίς Her.; κέρας Soph., Plut.; περόναι Eur.): χρυσόδετα ἕρκεα γυναικῶν Soph. золотые силки, т. е. украшения женщин; χ. σώματος ἀλκή Eur. отделанные золотом доспехи.
Middle Liddell
χρῡσό-δετος, ον,
bound with gold, set in gold, σφρηγίς Hdt.:— enriched with gold, Soph., Eur.