μεγαλήγορος: Difference between revisions
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(5) |
(1ba) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μεγᾰλήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[καυχησιάρης]], αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν. | |lsmtext='''μεγᾰλήγορος:''' -ον ([[ἀγορεύω]]), [[πολυλογάς]], [[καυχησιάρης]], αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μεγᾰλ-ήγορος, ον [[ἀγορεύω]]<br />[[talking]] big, [[vaunting]], [[boastful]], Aesch., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:45, 10 January 2019
English (LSJ)
ον,
A talking big, vaunting, A.Th.565 (lyr.), X.Cyr.7.1.17. Adv. -ρως App.Hisp.19, Mith.70. 2 lofty, magniloquent, Longin.8.4.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλήγορος: (ἢ κάλλιον μεγαληγόρος), ον, (ἀγορεύω) ὁ μεγαληγορῶν, μεγαλορρήμων, Αἰσχύλ. Θήβ. 565· καυχηματίας, κομπορρήμων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 17· - μεγαλοπρεπὴς ἐν τῷ λόγῳ, ἔξοχος, Λογγῖν. 8. 4. - Ἐπίρρ. μεγαληγόρως, μεγαλορρημόνως, Πολυδ. Θ΄, 147, κλ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μεγαλήγορος, -ον)
1. αυτός που κομπορρημονεί, καυχηματίας, κομπαστής
2. αυτός που χρησιμοποιεί στον λόγο του στομφώδες ύφος.
επίρρ...
μεγαληγόρως (Α)
με κομπορρημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ήγορος (< ἀγορά), πρβλ. ψεδο-ήγορος. Το -η- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].
Greek Monotonic
μεγᾰλήγορος: -ον (ἀγορεύω), πολυλογάς, καυχησιάρης, αυτός που κομπάζει, σε Αισχύλ., Ξεν.
Middle Liddell
μεγᾰλ-ήγορος, ον ἀγορεύω
talking big, vaunting, boastful, Aesch., Xen.