μηλοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
(25)
(1ba)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
|mltxt=[[μηλοσκόπος]], -ον (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[μηλοσκόπος]] [[κορυφή]]» — [[σημείο]] από το οποίο μπορεί [[κάποιος]] να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (ΙΙ) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>σκοπῶ</i> «[[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>οιωνο</i>-<i>σκόπος</i>].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />μηλο-σκόπος, [[κορυφή]], the top of a [[hill]] from [[which]] [[sheep]] or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.
}}
}}

Revision as of 03:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσκόπος Medium diacritics: μηλοσκόπος Low diacritics: μηλοσκόπος Capitals: ΜΗΛΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: mēloskópos Transliteration B: mēloskopos Transliteration C: miloskopos Beta Code: mhlosko/pos

English (LSJ)

κορυφή, the top of a hill

   A from which sheep or goats (μῆλα) may be watched, h.Hom.19.11.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσκόπος: κορυφή, ἡ κορυφὴ λόφου ἢ βουνοῦ ἐξ ἧς δύναταί τις νὰ παρατηρῇ τὰ βοσκόμενα ποίμνια, ἀκροτάτην κορυφὴν μηλοσκόπον εἰσαναβαίνων Ὁμ. Ὕμν. 18. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’où l’on voit paître les troupeaux.
Étymologie: μῆλον¹, σκοπέω.

Greek Monolingual

μηλοσκόπος, -ον (Α)
φρ. «μηλοσκόπος κορυφή» — σημείο από το οποίο μπορεί κάποιος να παρατηρεί τα πρόβατα που βόσκουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -σκόπος (< σκοπῶ «παρατηρώ, εξετάζω»), πρβλ. οιωνο-σκόπος].

Middle Liddell


μηλο-σκόπος, κορυφή, the top of a hill from which sheep or goats (μῆλἀ are watched, Hhymn.