μιτοεργός: Difference between revisions
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
(5) |
(1ba) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῐτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται την [[κλωστή]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μῐτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που επεξεργάζεται την [[κλωστή]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μῐτο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[working]] the [[thread]], Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:55, 10 January 2019
English (LSJ)
όν,
A working the thread, AP6.289 (Leon.).
Greek (Liddell-Scott)
μῐτοεργός: -όν, ὁ ἐργαζόμενος τὸν μίτον, τὴν κλωστήν, ἐπὶ τῆς ἀτράκτου, Ἀνθ. Π. 6. 289.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille le fil.
Étymologie: μίτος, ἔργον.
Greek Monolingual
μιτοεργός, -όν (Α)
(για το αδράχτι) αυτός που χειρίζεται τον μίτο, την κλωστή του στημονιού («τὸν μιτοεργὸν άειδίνητον ἄτρακτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + -εργός (< ἔργον), πρβλ. λιθο-εργός].
Greek Monotonic
μῐτοεργός: -όν (*ἔργω), αυτός που επεξεργάζεται την κλωστή, σε Ανθ.