μελάνοστος: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
(5) |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελάνοστος:''' -ον, αντί <i>μελᾰν-όστεος</i>, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''μελάνοστος:''' -ον, αντί <i>μελᾰν-όστεος</i>, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μελάν-οστος, ον [for μελᾰνόστεος]<br />[[black]]-boned, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:10, 10 January 2019
English (LSJ)
ον, for μελᾰν-όστεος,
A black-boned, αἰετοῦ . . μελανόστου θηρητῆρος read for μέλανος τοῦ in Il.21.252 by Aristotle (cf. Sch. BT, Eust. 1235.42); cf. μελάνοσσος.
German (Pape)
[Seite 120] für μελανόστεος, od. μελανόστης, Tzetz. zu Lycophr. 148, mit schwarzen Knochen; Arist. wollte μελανόστου Il. 21, 252 statt αἰετοῦ οἴματ' ἔχων μέλανος τοῦ θηρητῆρος lesen, Andere μελανόσσου, mit schwarzen Augen.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνοστος: -ον, ἀντὶ μελᾰνόστεος, ὁ ἔχων ὀστᾶ, αἰετοῦ... μελανόστου θηρητῆρος, ὡς ὁ Ἀριστοτέλης ἀνεγίνωσκεν ἐν Ἰλ. Φ. 252 (ἴδε Εὐστ. 1235. 12, Πορφ. εἰς Ἰλ. Ω. 315), ἀντὶ τῆς κοινῆς γραφῆς μελανόσσου (ὄσσε), μελανοφθάλμου· ὁ Ἀρίσταρχος ἀνέγνω μέλανος, τοῦ θηρητῆρος· - ἴσως ἡ ἀληθὴς γραφὴ εἶναι μελανούρου, τοῦ ἔχοντος μέλαιναν οὐράν, ἴδε μελάμπυγος ΙΙ, πύγαργος ΙΙ· πρβλ. ὡσαύτως μελανάετος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux os noirs.
Étymologie: μέλας, ὀστόν.
Greek Monolingual
μελάνοστος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα οστά («αἰετοῡ μελανόστου θηρητῆρος», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὀστέον.
Greek Monotonic
μελάνοστος: -ον, αντί μελᾰν-όστεος, αυτός που έχει μαύρα οστά, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
μελάν-οστος, ον [for μελᾰνόστεος]
black-boned, Il.