ὀγκηρός: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὀγκηρός:''' <b class="num">1)</b> раздутый, большой, крупный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> надутый, пышный Xen., Arst. | |elrutext='''ὀγκηρός:''' <b class="num">1)</b> раздутый, большой, крупный Arst.;<br /><b class="num">2)</b> надутый, пышный Xen., Arst. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὀγκηρός]], ή, όν [ὄγκος2]<br />[[bulky]], [[swollen]]:—metaph. [[stately]], [[pompous]], Xen.; τὸ ὀγκηρόν [[trouble]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:30, 10 January 2019
English (LSJ)
ά, όν, (ὄγκος B)
A bulky, swollen, ὀστέα Hp.Fract.24 (Comp.) ; ὀ, εἰς τὸ ἄνω Id.Art.13 (Comp.). II metaph., stately, pompous, ὄνομα Demetr.Eloc.176 ; τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διᾴγειν X.HG3.4.8 ; ἐν τραγῳδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Longin.3.1 ; τὸ ὀ. bombast, Arist.EN1127b24 : irreg. Comp. ὀγκότερος (formed from ὄγκος) Id.Pr.966a2 : Sup. ὀγκότατος AP12.187 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 290] von großer Masse, großem Umfange, Arist. probl. 10, 54; prachtvoll, gew. tadelnd, τῆς βασιλείας ὀγκηρόεερον διάγειν, mit mehr Pracht leben, mit dem Nebenbegriff des Aufgeblasenen, Xen. Hell. 3, 4, 8; Sp. – Auch vom Styl, τὸ ὀγκηρόν, = ὄγκος, Arist. eth. 4, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ὀγκηρός: -ά, -όν, (ὄγκος Β) ὀγκώδης, ἐξῳδηκώς, «πρησμένος», ὀστέα Ἱππ. Ἀγμ. 767· ὀγκ. εἰς τὸ ἄνω ὁ αὐτ. π. Ἄρθρ. 790. ΙΙ. μεταφ., ἔχων ὄγκον, πομπώδης, ὄνομα Δημ. Φαληρ. 176. τῆς βασιλείας ὀγκηρότερον διάγειν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 8· ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει Λογγῖν. 3· ― τὸ ὀγκ., τὸ ὀχληρόν, τὸ προξενοῦν ἐνόχλησιν εἰς ἄλλους, ἀλλὰ ἀποφεύγοντες τὸ ὀγκηρὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 7, 14. ― Ἐν Ἀριστ. Προβλ. 37. 3, 2, ἔχομεν συγκρ. ὀγκότερος (ἐσχηματισμένον ἐκ τοῦ ὄγκος)· ὑπερθ. ὀγκότατος, Ἀνθ. Π. 12. 187.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
volumineux, gros, enflé, gonflé ; fig. τὸ ὀγκηρόν enflure (du style, etc.).
Étymologie: ὄγκος².
Greek Monolingual
ὀγκηρός, -ά, -όν (Α)
1. εξογκωμένος, ογκώδης, πρησμένος
2. μτφ. πομπώδης («ἐν τραγωδίᾳ, πράγματι ὀγκηρῷ φύσει», Λογγίν.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀγκηρόν
κομπορρημοσύνη, στόμφος
4. φρ. «ὀγκηρότερον διάγειν» — το να συμπεριφέρεται κάποιος με μεγαλύτερη αλαζονεία, αλαζονικότερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄγκος (Ι) + κατάλ. -ηρός (πρβλ. αιχμ-ηρός)].
Greek Monotonic
ὀγκηρός: -ά, -όν (ὄγκος Β), ογκώδης, διογκωμένος, πρησμένος· μεταφ., μεγαλοπρεπής, πομπώδης, σε Ξεν.· τὸ ὀγκηρόν, πρόβλημα, μπελάς, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὀγκηρός: 1) раздутый, большой, крупный Arst.;
2) надутый, пышный Xen., Arst.
Middle Liddell
ὀγκηρός, ή, όν [ὄγκος2]
bulky, swollen:—metaph. stately, pompous, Xen.; τὸ ὀγκηρόν trouble, Arist.