ὁμολόγημα: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
(3b) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> признанное положение, принятое допущение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. [[κοινόν]] Arst.). | |elrutext='''ὁμολόγημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> признанное положение, принятое допущение Plat.;<br /><b class="num">2)</b> соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. [[κοινόν]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ὁμολόγημα]], ατος, τό, [from [[ὁμολογέω]]<br />that [[which]] is agreed [[upon]], taken for granted, a [[postulate]], Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:40, 10 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is agreed upon, taken for granted, postulated, Pl.Phd.93d, Grg.480b, al. 2 convention, compact, νόμος ἐστὶν ὁ. πόλεως κοινόν Arist.Rh.Al.1422a2, cf. 1424a10 ; in commerce, agreement or contract, POxy.237iv6 (ii A. D.), etc. 3 admission, ὡς . . Hyp.Ath.20.
German (Pape)
[Seite 338] τό, das Zugestandene, worüber man übereingekommen ist, Plat. Gorg. 480 b Theaet. 155 b u. öfter, u. einzeln bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμολόγημα: τό, τὸ ὁμολογηθέν, Πλάτ. Φαίδων 93D, Γοργ. 480Β, κ. ἀλλ. 2) τὸ συμφωνηθὲν, συμφωνία, νόμος ... ἐστὶν ὁμ. πόλεως κοινὸν Ἀριστ. Ρητ. πρ. Ἀλέξ. 2, 7, πρβλ. 3. 12.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
objet de convention.
Étymologie: ὁμολογέω.
Greek Monolingual
και μολόγημα, το (Α ὁμολόγημα) ομολογώ
1. αυτό που ομολογήθηκε, η ομολογία
2. αυτό που συμφωνήθηκε, η συμφωνία
αρχ.
1. εμπορική συμφωνία, συμβόλαιο
2. καθετί που λαμβάνεται ή θεωρείται ως δεδομένο.
Greek Monotonic
ὁμολόγημα: -ατος, τό, αυτό που έχει συμφωνηθεί, που θεωρείται δεδομένο, αυταπόδεικτο, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὁμολόγημα: ατος τό1) признанное положение, принятое допущение Plat.;
2) соглашение, договор, взаимное условие (ὁ. κοινόν Arst.).
Middle Liddell
ὁμολόγημα, ατος, τό, [from ὁμολογέω
that which is agreed upon, taken for granted, a postulate, Plat.