παλιλλογέω: Difference between revisions
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
(nl) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλιλλογέω [πάλιν, λέγω] ook med., herhalen, opnieuw vertellen. | |elnltext=παλιλλογέω [πάλιν, λέγω] ook med., herhalen, opnieuw vertellen. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=πᾰλιλλογέω, [from πᾰλίλλογος]<br />to say [[again]], [[repeat]], [[recapitulate]], 3rd sg. plup. [[pass]]. ἐπαλιλλόγητο Hdt. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:55, 10 January 2019
English (LSJ)
A repeat, recapitulate, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Hdt.1.118, cf. 90, Arist. Rh.Al.1433b31, Phld.Po.5.26, Ph.2.358, J.AJ17.5.5, App.Mith.14, Simp.in Ph.1159.4.
German (Pape)
[Seite 448] wiederum sagen, wiederholen; ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο, Her. 1, 118; Arist. rhet. ad Alex. 1, 21 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιλλογέω: λέγω πάλιν, ἐπαναλαμβάνω, ἀνακεφαλαιῶ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Ἡρόδ. 1. 118, ἴδε ἐπανηλογέω, καὶ πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 21, 1, Ἀππ. Μιθρ. 14.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
redire.
Étymologie: παλίλλογος.
Greek Monotonic
πᾰλιλλογέω: λέω ξανά, επαναλαμβάνω, ανακεφαλαιώνω, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐπαλιλλόγητο, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιλλογέω: сызнова говорить, повторять (ἐν κεφαλαίοις Arst.; τινι Her.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιλλογέω [πάλιν, λέγω] ook med., herhalen, opnieuw vertellen.
Middle Liddell
πᾰλιλλογέω, [from πᾰλίλλογος]
to say again, repeat, recapitulate, 3rd sg. plup. pass. ἐπαλιλλόγητο Hdt.