πεντηκοστολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
(3b)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πεντηκοστολόγος:''' ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.
|elrutext='''πεντηκοστολόγος:''' ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πεντηκοστο-[[λόγος]], ὁ, [[λέγω]]<br />a [[collector]] of the tax [[πεντηκοστή]], Dem.
}}
}}

Revision as of 05:25, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντηκοστολόγος Medium diacritics: πεντηκοστολόγος Low diacritics: πεντηκοστολόγος Capitals: ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: pentēkostológos Transliteration B: pentēkostologos Transliteration C: pentikostologos Beta Code: penthkostolo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A collector of the πεντηκοστή, at Athens, D.21.133, 34.7, Eub. 122 ; at Delos, SIG 975.10 (iii B. C.) ; at Cyparissia, ib.952.9 (iv/iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 559] den Zoll od. die Abgabe des funfzigsten Theils sammelnd; ὁ π., der Zolleinnehmer od. Pächter des Einfuhrzolles, B. A. 297; Dem. 21, 133, vgl. 34, 7; Poll. 2, 124, wo πεντηκοστηλόγος v. l.; Lob. Phryn. 658.

Greek (Liddell-Scott)

πεντηκοστολόγος: ὁ, ὁ εἰσπράττων τὴν πεντηκοστὴν (πρβλ. πεντηκόσταρχος), Δημ. 558. 18., 909. 10, Εὔβουλος ἐν Ἀδήλ. 12· ― ἐντεῦθεν πεντηκοστολογέω, εἰσπράττω τὴν πεντηκοστήν, Πολυδ. Θ΄, 29· ― πεντηκοστολόγιον, τό, τὸ μέρος ἔνθα εἰσεπράττετο ἡ πεντηκοστή, αὐτόθι, πρβλ. Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur du droit du cinquantième.
Étymologie: πεντηκοστός, λέγω².

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Αθήνα, στη Δήλο και στην Κυπαρισσία) ο εισπράκτορας του φόρου της πεντηκοστής, οικονομικός υπάλληλος της αθηναϊκής πολιτείας που είχε ως έργο την είσπραξη του φόρου της πεντηκοστής και την απογραφή του εισπραττόμενου φόρου σε ιδιαίτερο βιβλίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντηκοστή + -λόγος].

Greek Monotonic

πεντηκοστολόγος: ὁ (λέγω), αυτός που εισπράττει το φόρο της πεντηκοστῆς, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεντηκοστολόγος -ου, ὁ [πεντηκοστός, λέγω] inner van belasting.

Russian (Dvoretsky)

πεντηκοστολόγος: ὁ сборщик двухпроцентного налога Dem.

Middle Liddell

πεντηκοστο-λόγος, ὁ, λέγω
a collector of the tax πεντηκοστή, Dem.