ἄλγημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(1a)
(nl)
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀλγέω]]<br />[[pain]], [[suffering]], Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[ἀλγέω]]<br />[[pain]], [[suffering]], Soph., Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἄλγημα]] -ατος, τό [[ἀλγέω]] pijn, leed.
}}
}}

Revision as of 05:55, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλγημα Medium diacritics: ἄλγημα Low diacritics: άλγημα Capitals: ΑΛΓΗΜΑ
Transliteration A: álgēma Transliteration B: algēma Transliteration C: algima Beta Code: a)/lghma

English (LSJ)

τό,

   A pain felt or caused, suffering, S. Ph.340, Hp.VM6, E.Fr.507, Plu.Sull.26, Plot.6.1.19; οὐκ ἔστι λύπης ἄ. μεῖζον Men.667.

German (Pape)

[Seite 90] τό, Schmerz, Soph. Phil. 340. 1155; Men. bei Stob. Floril. 99, 7; Plut. Sull. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλγημα: τό, πόνος ὃν αἰσθάνεταί τις ἢ προξενεῖ, πόνος, πάθημα, Σοφ. Φ. 340, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 10, Εὐρ., κτλ.· οὐκ ἔστι λύπης ἄλγ. μεῖζον, Μενάνδ. Ἄδηλ. 121.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
souffrance, douleur.
Étymologie: ἀλγέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 dolor físico, παροξύνονται τὰ ἀλγήματα Hp.VM 6, cf. Acut.19, ἀ. ναρκῶδες Plu.Sull.26, cf. Epicur.Sent.[5] 29, Plot.6.1.19
c. gen. μετώπου Hp.Coac.262, σκελέων Hp.Acut.(Sp.) 2, ὅλου τοῦ σώματος D.54.11, τῶν ὀδόντων Archig. en Gal.12.876, τοῦ ποδός PBremen p.130.5 (II d.C.), τῆς γαστρός I.AI 19.350, ἀκοῆς Ph.1.693
c. otras constr. ἐς ἰσχία ἀ. Hp.Coac.291, περὶ τὸν νῶτον Arist.HA 512b18, cf. 25.
2 pena, sufrimiento moral παλαιὸν ἄλγημα S.Ph.1170, cf. 340, E.Fr.507, Men.Fr.848, LXX Ec.1.18.

Greek Monolingual

ἄλγημα, το (Α) ἀλγῶ
πόνος (που τον αισθάνεσαι ή τον προκαλείς), οδύνη.

Greek Monotonic

ἄλγημα: -ατος, τό (ἀλγέω), πόνος, πάθημα, σε Σοφ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἄλγημα: ατος τό боль, страдание Soph., Eur., Men., Plut.

Middle Liddell

ἀλγέω
pain, suffering, Soph., Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄλγημα -ατος, τό ἀλγέω pijn, leed.