βλήχων: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(1a) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />pennyroyal, Ar., Theocr. | |mdlsjtxt=[deriv. uncertain]<br />pennyroyal, Ar., Theocr. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βλήχων]] -ωνος, ἡ, Dor. γλᾱχών polei (plant). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:05, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ (later ὁ, Gp.8.7), gen. ωνος, also βληχώ, gen. οῦς; Ion. γλήχων, βληχ-ώ, Dor. γλάχων, βληχ-ώ (on the forms see Phryn.PS p.53 B., Sch.Ar.Pax711), dat.
A γλήχωνι h.Cer.209; βληχοῖ Thphr.HP 9.16.1: gen. γληχοῦς Hp.Morb.3.17; γλάχωνος Boeot. ap. Ar.Ach. 869: acc. γλάχωνα ib.861, Theoc.5.56; γλήχωνα Herod.9.13; γλαχώ Ar.Ach.874; βληχώ Id.Lys.89:—pennyroyal, Mentha Pulegium, Il.cc., Dsc.3.31, etc.
German (Pape)
[Seite 449] ωνος, ἡ, u. βληχώ, bes. acc. βληχώ, ion. γλήχων, dor. γλάχων, Polei, mentha pulegium, vgl. B. A. 30. In obscönem Sinne τὴν βληχὼ παρατετιλμένη Ar. Lys. 89, Schol. τὸ αἰδοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
βλήχων: ἡ (μεταγεν. ὁ, Γεωπ.), γεν. –ωνος, ὡσαύτως βληχώ, γεν. –οῦς· καὶ γλήχων, -ώ, Δωρ. γλάχων, -ώ: - εἶδος φυτοῦ, («φλησκοῦνι»), Λατ. mentha pulegium, ἴδε κατωτ. ΙΙ. = ἐφήβαιον, κατ’ αἰτιατ. βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. 89. - Ὁ Φρύν. ἐν Α. Β. 30 καὶ ἕτεροι γραμματικοὶ παριστάνουσι τὸν μὲν τύπον γλήχων (ἢ γληχὼ) ὡς Ἰων., τὸν δὲ γλάχων (γλαχὼ) ὡς Δωρικ. καὶ τὸν βλήχων (βληχὼ) ὡς τὸν Ἀττικόν, ἴδε Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 712· τὰ δὲ ἑπόμενα παραδείγματα ἐπικυροῦσι τὴν διάκρισιν ταύτην: γεν. γλήχωνος Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 209, γληχοῦς Ἱππ. 497. 33 καὶ 47· γλάχωνος Βοιωτ. παρ’ Ἀριστοφ. Ἀχ. 869· αἰτιατ. γλάχωνα αὐτόθι 861· γλαχὼ αὐτόθι 874, Θεόκρ. 5. 56· βληχὼ Ἀριστοφ. Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. βληχωνίας· ἀλλὰ δοτ. γληχοῖ Θεοφρ. Ι. Φ. 9. 16, 1.
French (Bailly abrégé)
ωνος (ἡ, postér. ὁ)
c. βληχώ.
Spanish (DGE)
-ωνος, ἡ
• Alolema(s): γλήχων h.Cer.209, Hp.Mul.1.78 (p.178), 2.134, Nic.Th.877, Dsc.3.32, 35; beoc. y dór. γλάχων Ar.Ach.861, 869, Theoc.5.56; βληχώ, -οῦς Ar.Lys.89, Thphr.HP 9.16.1; γλαχώ Ar.Ach.874, Phryn.PS 53; γληχώ Hp.Morb.3.17, Nic.Al.128, 237
• Morfología: [tard. masc. ὁ γλίχων Gp.8.7, 12.33]
I bot.
1 poleo, Mentha pulegium L. ἄλφι καὶ ὕδωρ ... μίξασαν ... γλήχωνι τερείνῃ tras mezclar harina de cebada y agua con poleo fresco, h.Cer.l.c., cf. Hp.ll.cc., Ar.ll.cc., Thphr.l.c., Theoc.l.c., Herod.9.13, Dieuch.15.59, 19.5, 12, 14, Nic.Th.877, ll.cc., Dsc.3.31, Plin.HN 20.156, Phryn.l.c., Gal.11.304, PRain.Med.7.3 (IV d.C.), Ps.Apul.Herb.93.54, anón. en POxy.1384.11, Gp.ll.cc., Sch.Ar.Pax 712.
2 γ. ἀγρία díctamo, Origanum dictamnus L., como sinón. de δίκταμνον Dsc.3.32.
3 γ. ἀγρία calamento, Calamintha nepeta L., Dsc.3.35, Ps.Apul.Herb.91.9.
II fig. vello púbico femenino κομψότατα τὴν βληχώ γε παρατετιλμένη con el vello púbico muy elegantemente depilado Ar.Lys.89, cf. Hippon.86.4, Hsch. • DMic.: da-ra-ko.
• Etimología: Etim. dud. Mic. da-ra-ko apunta a un origen *dlā-. La var. γλάχων es explicada en algún caso por disim. de oclusivas. Una etim. pop. lo rel. c. βληχάομαι q.u.
Greek Monotonic
βλήχων: ἡ, γεν. -ωνος ή βληχώ, γεν. -οῦς, Ιων. γλήχων, Δωρ. γλάχων και -ώ, είδος φυτού, «το φλισκούνι», Λατ. mentha pulegium, σε Αριστοφ., Θεόκρ. (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
βλήχων: ωνος ἡ ион. = γλήχων.
Frisk Etymological English
-ωνος
Grammatical information: f.
Meaning: pennyroyal, Mentha pulegium (h. Cer.).
Other forms: Ion. γλήχων, Dor. γλάχων; also βληχώ, -ους (Schwyzer 479); βληχός = βλήχων (Thphr, Dsc.).
Dialectal forms: Myc. karako \/glakhon\/ but the reading is doubtful.
Derivatives: βληχωνίας prepared with β (Ar.); Chantr. Form. 94f. γληχωνίτης (οἶνος; Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. The variation β- βλήχων γ- could just be dissimilation (Schwyzer 299); cf. β\/γλέπω. But as the word also has no etym., and as the stem formation is strange, we rather have to do with a Pre-Gr. word. - For a folketymological connection with βληχάομαι Strömberg Pflanzennamen 155.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
pennyroyal, Ar., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλήχων -ωνος, ἡ, Dor. γλᾱχών polei (plant).