γραμμικός: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(1b)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γραμμικός:''' <b class="num">II</b> ὁ чертежник (γεωμέτραι καὶ γραμμικοί Plut.).<br />линейный, т. е. геометрический ([[ἀπόδειξις]] Plut.; [[θεωρία]] Diog. L.).
|elrutext='''γραμμικός:''' <b class="num">II</b> ὁ чертежник (γεωμέτραι καὶ γραμμικοί Plut.).<br />линейный, т. е. геометрический ([[ἀπόδειξις]] Plut.; [[θεωρία]] Diog. L.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[γραμμικός]] -ή -όν [[γραμμή]] geometrisch.
}}
}}

Revision as of 06:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γραμμικός Medium diacritics: γραμμικός Low diacritics: γραμμικός Capitals: ΓΡΑΜΜΙΚΟΣ
Transliteration A: grammikós Transliteration B: grammikos Transliteration C: grammikos Beta Code: grammiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A linear, geometrical, θεωρία Gal.UP10.12; ἀπόδειξις Plu.Marc.14, Theol.Ar.26; ἀνάγκαι Olymp.in Grg.p.260 J. Adv. -κῶς by means of lines, geometrically, ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Ptol.Alm.2.12, Procl.in R.2.27 K.    2 γ. ἀριθμός linear number, Nicom.Ar.2.7, cf. Speus. ap.Theol.Ar.61.    II = γραμματικός, Plu.2.606c (s.v.l.).

German (Pape)

[Seite 505] zu, mit Linien, ἀπόδειξις, ἔφοδος, geometrischer Beweis, Verfahren, Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμικός: -ή, -όν, εἰς γραμμὰς ἀνήκων, γεωμετρικός, θεωρία, ἀπόδειξις Διογ. Λ. 1. 25, Πλούτ., κτλ.― Ἐπίρρ. –κῶς, διὰ μέσου γραμμῶν, Σεξτ. Ἐμπ. Μ. 3. 92. ΙΙ. = γραμματικὸς (ἂν ἀληθὴς γραφὴ) Πλούτ. 2. 606C.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne les lignes, linéaire, géométrique;
2 habile au tracé des lignes, expert en géométrie, en dessin linéaire, etc.
Étymologie: γραμμή.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1geométrico θεωρία Gal.3.812, ἀπόδειξις Plu.Marc.14, cf. D.L.1.25, Theol.Ar.26, ἐπίπεδα Nicom.Ar.2.7.4, σχήματα Sch.A.Pr.813aH.
fig. de una demostración riguroso δείξει τοίνυν ὁ Σωκράτης γραμμικαῖς ἀνάγκαις ὅτι ... Olymp.in Grg.18.1, cf. in Alc.49.1, 102.4.
2 lineal ἀριθμός Speus.28, Nicom.Ar.2.6.1, 7.3, 13.6, Procl.in R.2.170.
II adv. -ῶς geométricamente ἐπελογισάμεθα καὶ ταύτας γ. ἀρξάμενοι Ptol.Alm.2.12, γ. ... ἀποδείκνυσθαι S.E.M.3.92, cf. Procl.in R.2.27.

Russian (Dvoretsky)

γραμμικός: II ὁ чертежник (γεωμέτραι καὶ γραμμικοί Plut.).
линейный, т. е. геометрический (ἀπόδειξις Plut.; θεωρία Diog. L.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμμικός -ή -όν γραμμή geometrisch.