γλωχίς: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
(1b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γλωχίς:''' или [[γλωχίν]], ῖνος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> кончик (sc. ζυγοδέσμου Hom.; σιδήρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> стрела (πικρὰ γ. Soph.).
|elrutext='''γλωχίς:''' или [[γλωχίν]], ῖνος (ῑ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> кончик (sc. ζυγοδέσμου Hom.; σιδήρου Anth.);<br /><b class="num">2)</b> стрела (πικρὰ γ. Soph.).
}}
{{elnl
|elnltext=[[γλωχίς]] -ῖνος, ἡ uiteinde, punt.
}}
}}

Revision as of 06:25, 10 January 2019

French (Bailly abrégé)

ῖνος (ἡ) :
mieux que γλωχίν;
1 extrémité d’une courroie;
2 pointe d’une arme (flèche, etc.).
Étymologie: apparenté à γλῶσσα.

English (Autenrieth)

ἶνος (γλῶσσα): any tonguelike point; of the end of a yoke-strap, Il. 24.274†. (See cut under ζυγόν, letter b No. 45.)

Spanish (DGE)

-ῖνος, ἡ

• Alolema(s): γλωχίν Orio p.38, EM 235.50G.
1 extremo de una correa ὑπὸ γλωχῖνα δ' ἔκαμψαν Il.24.274.
2 de obj. terminados en punta extremo, punta de flecha πονῶν πλευρὰν πικρᾷ γλωχῖνι S.Tr.681, cf. Lyd.Mag.1.12, ὑμένες ... ἀκίδων γλωχῖσιν ὁμοιότατοι τὴν σύνταξιν Gal.5.548, cf. Hsch., πλατέος γλωχῖνα σιδήρου AP 6.63 (Damoch.), ref. a un cálamo, D.P.Au.3.11, τριαίνης Nonn.D.2.411, 36.111, de las astas de un toro ὁ δὲ γλωχῖνι κεραίης ἰσοτύπου Ταύροιο Nonn.D.1.193, de los cuernos de la luna ἀγχιτελὴς λείπουσα μιῇ γλωχῖνι σελήνη Nonn.D.40.314.
3 n. pitagórico para un ángulo οὕτω γοῦν γλωχῖνας ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι τὰς γωνίας Hero Def.15.
4 esquina de un trono γλωχῖνα θρόνοιο Call.Del.235.
5 extremo de la tierra ἐπὶ γλωχῖνι νέμονται ... Μαυρουσίδος ἔθνεα γαίης D.P.184.
6 lengua de mar ὑπὸ τὴν ἔνδον παρατεινομένην τῆς θαλάττης γλωχῖνα Agath.5.22.4.
7 bot. estigma del azafrán ἐκ μέσου τοῦ ἄνθους ἑλκομένων τῶν γλωχίνων Gp.11.26.2.

Russian (Dvoretsky)

γλωχίς: или γλωχίν, ῖνος (ῑ) ἡ
1) кончик (sc. ζυγοδέσμου Hom.; σιδήρου Anth.);
2) стрела (πικρὰ γ. Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλωχίς -ῖνος, ἡ uiteinde, punt.