προσκοινωνέω: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσκοινωνέω:''' <b class="num">1)</b> иметь долю, участвовать (οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> уделять (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.). | |elrutext='''προσκοινωνέω:'''<br /><b class="num">1)</b> иметь долю, участвовать (οὐσίας Plat.);<br /><b class="num">2)</b> уделять (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[give]] one a [[share]] of a [[thing]], τινὶ ἀπό τινος Dem. | |mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[give]] one a [[share]] of a [[thing]], τινὶ ἀπό τινος Dem. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A to be partaker, τινος of a thing, share in it, Pl.Sph. 252a; τῶν δρωμένων D.C.66.12; στάσεών τινι with one, Pl.Lg.757d; τινι SIG364.27 (Ephesus, iii B.C.). II give one a share of . ., π. σφίσι τῶν παρόντων D.C.37.56; π. τούτῳ ἀπὸ τῶν ὑμετέρων χρημάτων D 34.36.
German (Pape)
[Seite 770] 1) Einem wovon mittheilen, προσκοινωνήσας τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Dem. 34, 36, u. Sp. – 2) woran Theil haben, οὐσίας, Plat. Soph. 252 a; Legg. VI, 757 d.
Greek (Liddell-Scott)
προσκοινωνέω: γίνομαι κοινωνός, μέτοχος, τινός, πράγματός τινος, Πλάτ. Σοφιστ. 252Α· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 757D. ΙΙ. = προσκοινόω, παρέχω εἴς τινα μέρος..., πρ. σφισι τῶν παρόντων Δίων Κ. 37. 56, πρβλ. 66. 12· πρ. τούτῳ ἀπὸ τῶν ἡμετέρων χρημάτων Δημ. 918. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 faire part, τινί τινος de qch à qqn;
2 avoir part, gén..
Étymologie: πρός, κοινωνέω.
Greek Monotonic
προσκοινωνέω: μέλ. -ήσω, δίνω σε κάποιον ένα μέρος από κάτι, τινὶ ἀπό τινος, σε Δημ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-κοινωνέω deelhebben aan, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προσκοινωνέω:
1) иметь долю, участвовать (οὐσίας Plat.);
2) уделять (τινι ἀπὸ τῶν χρημάτων Dem.).