ἐμφυτεύω: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(2)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐμφῠτεύω:''' <b class="num">1)</b> прививать (ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τὴν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> насаждать (μονάρχους τοῖς Ἓλλησι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> перен. прививать, внушать, воспитывать (τὴν φιλαργυρίαν τινί Plut.).
|elrutext='''ἐμφῠτεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> прививать (ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τὴν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.);<br /><b class="num">2)</b> насаждать (μονάρχους τοῖς Ἓλλησι Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> перен. прививать, внушать, воспитывать (τὴν φιλαργυρίαν τινί Plut.).
}}
}}

Revision as of 12:15, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφῠτεύω Medium diacritics: ἐμφυτεύω Low diacritics: εμφυτεύω Capitals: ΕΜΦΥΤΕΥΩ
Transliteration A: emphyteúō Transliteration B: emphyteuō Transliteration C: emfyteyo Beta Code: e)mfuteu/w

English (LSJ)

   A implant, engraft, Pl.Ti. 70c, IG12(7).62.34 (Amorgos) :—Pass., Thphr.CP1.6.1, etc.; ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D.S.5.16: metaph., of souls, σώμασιν ἐμφυτευθῆναι Pl.Ti.42a.    2 metaph., ἐμφυτεύειν μονάρχους τοῖς Ἕλλησι Plb.2.41.10, cf.9.29.6; ἐν τῆ ψυχῆ παράδεις ον ἀρετῶν Ph. 1.335.    II Pass., of land, to be granted on terms of ἐμφύτευσις, PMasp.298.17 (vi A. D.), Just.Nov.7.3.3.

German (Pape)

[Seite 821] einpflanzen, einpfropfen; ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D. Sic. 5, 16; Theophr.; übertr., σώμασιν ἐμφυτευθῆναι, von der Seele, Plat. Tim. 42 a; übh. einsetzen, τυράννους, Pol. 9, 26, 6 u. Plut. – Ein Gut in Erbpacht geben, Novell.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφυτεύω: φυτεύω ἔν τινι, ἐγκεντρίζω, Πλάτ. Τίμ. 70C· ἐμφ. τινί τι Διόδ. 5. 16: - Παθ., Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 1, κτλ.· ἐπὶ τοῦ σώματος, τῇ δὲ δὴ πηδήσει τῆς καρδίας... ἐπικουρίαν αὐτῇ μηχανώμενοι τὴν τοῦ πλεύμονος ἰδέαν ἐνεφύτευσαν (οἱ θεοὶ) Πλάτ. Τίμ. 70C: - ὡσαύτως, ἐμφυτεύειν μονάρχους τοῖς Ἕλλησιν Πολύβ. 2. 41, 10, πρβλ. 9. 29, 6.

Spanish (DGE)

I 1bot. plantar vegetales τὰ φυτά IG 12(7).62.34 (Amorgos IV a.C.), ἀμπέλους D.Chr.7.27, cf. IPhilippi 544.17 (II d.C.), ἐλᾴδια Alciphr.2.10.1, τὰ σπέρματα Gp.12.19.3, en v. pas., Plu.2.640e, παρὰ δὲ ταῖς ἐνφυτευομέναις ἀμπέλοις ἐν τοῖς ... πλέθροις IEphesos 3803d.7 (IV d.C.)
fig. c. dat. ἃ ... ἀπεφήνατο κάλλιστα, ταῦτα τοῖς σεμνοῖς κήποις ἐμφυτεύσας Heraclit.All.79, c. giro prep. ἐν τῇ ψυχῇ παράδεισον ἀρετῶν Ph.1.335, ἐν αὐτῷ τοὺς καρποὺς τοῦ ἁγίου πνεύματος Mac.Aeg.Hom.56.2, en v. pas. c. dat. ψυχῆς ἄνθος ἐμπεφυτευμένον σώματι καλῷ Max.Tyr.19.2, ῥόδον δὲ ἐμπεφυτεῦσθαι ταῖς παρειαῖς Ach.Tat.5.13.1, c. giro prep. ἐνεφυτεύθη ... τὸ ξύλον τῆς ζωῆς ἐν τῇ γῇ Cyr.H.Catech.13.35.
2 bot. injertar c. dat. τῷ κοτίνῳ ἥμερον (ἐλαίαν) Poll.1.241, en v. pas. τὸ ἐμφυτευόμενον rama injertada en el patrón, e.e., injerto Thphr.CP 1.6.1, 2.14.4, c. giro prep. οὐδ' ἐὰν ἐμφυτευθῶσιν εἰς συκῆν (οἱ ἐρινεοί) Thphr.HP 4.14.4, ἐλαίας ἐμπεφυτευμένας ἐν τοῖς κοτίνοις D.S.5.16.
3 fig. establecer, implantar τυράννους Plb.9.29.6, τὴν αὑτῶν φιλαργυρίαν καὶ μικρολογίαν Plu.2.526c, ὁμόνοιαν Lib.Enc.7.3, c. dat. μονάρχους ... τοῖς Ἕλλησι Plb.2.41.10, τῷ πλάσματι τὴν ζωήν Gr.Nyss.Or.Catech.22.15, ἁρμονίαν ... τοῖς μαθηταῖς Eun.VS 481, τὴν ἐλπίδα Cyr.Al.M.70.1108C, en v. pas. c. dat. ὁπότε δὴ σώμασιν ἐμφυτευθεῖεν (αἱ ψυχαί) Pl.Ti.42a, τὰ πάθη ... ἡμῖν ἐνεφυτεύθη Chrys.M.61.563, c. giro prep. ὁ θεῖος νόμος ... ἐν καρδίαις σαρκίναις ἐμπεφυτευμένος Mac.Aeg.Hom.25.1.
II jur.
1 ceder, arrendar en régimen de enfiteusis μόνοις εὐπόροις δεῖ τὰ ἐκκλησιαστικὰ ἐμφυτεύειν Cod.Iust.1.2.24.5, en v. pas. ἐμφυτευθὲν κτῆμα PMasp.298.17 (VI d.C.), cf. Iust.Nou.7.3.
2 en v. med. recibir en régimen de enfiteusis, Cod.Iust.1.2.24.5, PMasp.299.1.30 (VI d.C.).

Greek Monolingual

(AM ἐμφυτεύω)
1. φυτεύω μέσα, σφηνώνω, εμβάλλω, μπήγω
2. παραχωρώ σε κάποιον αγροτικό κτήμα με ενοίκιο και με δικαίωμα εμφυτεύσεως
αρχ.
1. ενοφθαλμίζω
2. μτφ. εμπνέω, εμφυσώ
(«τὸν φόβον σου ἐμφύτευσον εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν»)
3. μτφ. επιβάλλω με τη βία («πλείστους γὰρ δὴ μονάρχους οὗτος ἐμφυτεῡσαι δοκεῑ τοῑς Ἔλλησι», Πολύβ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐμφῠτεύω:
1) прививать (ἐλαῖαι ἐμπεφυτευμέναι ἐν τοῖς κοτίνοις Diod.; τὴν τοῦ πλεόμονος ἰδέαν τινί Plat.);
2) насаждать (μονάρχους τοῖς Ἓλλησι Polyb.);
3) перен. прививать, внушать, воспитывать (τὴν φιλαργυρίαν τινί Plut.).