έκκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(10)
 
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἔκκειμαι]])<br />Ι. [[είμαι]] ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το [[πινάκιον]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πέφτω]] έξω, βρίσκομαι έξω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]], [[φαίνομαι]] έξω από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[γυμνός]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[κυρτός]], [[προεξέχω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> διατυπώνομαι με [[σαφήνεια]]<br /><b>7.</b> καθορίζομαι, προσδιορίζομαι<br />II. (μτχ. θηλ.) <i>η [[εκκειμένη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκκειμένη]] [[κληρονομιά]]» — [[κληρονομιά]] για την οποία δεν εμφανίστηκε [[κληρονόμος]] ή εμφανίστηκε [[αλλά]] δεν αναγνωρίστηκε [[επίσημα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[ἐκκειμένως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐκκειμένως]]... ἔχειν» — το να μιλάει [[κάποιος]] με [[παρρησία]].
|mltxt=(AM [[ἔκκειμαι]])<br />Ι. [[είμαι]] ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το [[πινάκιον]]»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[πέφτω]] έξω, βρίσκομαι έξω<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιδεικνύω]]<br /><b>2.</b> [[προβάλλω]], [[φαίνομαι]] έξω από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> (για [[μέλη]] του σώματος) [[είμαι]] [[ακάλυπτος]], [[γυμνός]]<br /><b>4.</b> [[είμαι]] [[κυρτός]], [[προεξέχω]]<br /><b>5.</b> [[είμαι]] εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη [[διάθεση]] κάποιου<br /><b>6.</b> διατυπώνομαι με [[σαφήνεια]]<br /><b>7.</b> καθορίζομαι, προσδιορίζομαι<br />II. (μτχ. θηλ.) η [[εκκειμένη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[εκκειμένη]] [[κληρονομιά]]» — [[κληρονομιά]] για την οποία δεν εμφανίστηκε [[κληρονόμος]] ή εμφανίστηκε [[αλλά]] δεν αναγνωρίστηκε [[επίσημα]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[ἐκκειμένως]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐκκειμένως]]... ἔχειν» — το να μιλάει [[κάποιος]] με [[παρρησία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 14 January 2019

Greek Monolingual

(AM ἔκκειμαι)
Ι. είμαι ανηρτημένος για να μπορεί να μέ διαβάζει το κοινό («έκκειται το πινάκιον»)
αρχ.-μσν.
πέφτω έξω, βρίσκομαι έξω
αρχ.
1. επιδεικνύω
2. προβάλλω, φαίνομαι έξω από κάτι
3. (για μέλη του σώματος) είμαι ακάλυπτος, γυμνός
4. είμαι κυρτός, προεξέχω
5. είμαι εκτεθειμένος, έχω εγκαταλειφθεί στη διάθεση κάποιου
6. διατυπώνομαι με σαφήνεια
7. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι
II. (μτχ. θηλ.) η εκκειμένη
νεοελλ.
φρ. «εκκειμένη κληρονομιά» — κληρονομιά για την οποία δεν εμφανίστηκε κληρονόμος ή εμφανίστηκε αλλά δεν αναγνωρίστηκε επίσημα
II. επίρρ. ἐκκειμένως
μσν.
φρ. «ἐκκειμένως... ἔχειν» — το να μιλάει κάποιος με παρρησία.