τονικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τόνος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τονωτικός]] («τονικά φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τονική</i><br /><b>μουσ.</b> ο [[βασικός]] [[φθόγγος]] από τον οποίο αρχίζει η [[σειρά]] τών [[οκτώ]] φθόγγων της μουσικής κλίμακας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[τονικός]]<br /><b>βιολ.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]] ή [[φαινόμενο]] του οποίου η [[δραστηριότητα]] [[είναι]] [[συνεχής]] ή διατηρείται σε όλη τη [[διάρκεια]] της διέγερσης που δέχεται<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τονικό [[σύστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[τονικότητα]]<br />β) «τονική [[μουσική]]» — [[μουσική]] που βασίζεται στην [[τονικότητα]]<br />γ) «[[τονικός]] [[τονισμός]]» — <b>βλ.</b> [[τονισμός]]<br />δ) «τονικά [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] του τονισμού, οι τόνοι<br />ε) «τονικό ύψος» — η [[συχνότητα]] στην οποία βρίσκεται [[ένας]] [[ηχητικός]] [[τόνος]]<br />στ) «[[τονικός]] [[σπασμός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σπασμός]] [[κατά]] τον οποίο οι μύες, [[ιδίως]] τών μελών, βρίσκονται σε [[κατάσταση]] συνεχούς σύσπασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει [[κάτι]] («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο<br /><b>3.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να συστέλλει, [[συσταλτικός]] («τονικὴ [[ἐνέργεια]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τονικόν</i><br />(ενν. [[χρῶμα]]) μία από τις [[τρεις]] μορφές της χρωματικής κλίμακας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τονικῶς</i> Α<br />με [[συστολή]].
|mltxt=-ή, -ό / [[τονικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τόνος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τονωτικός]] («τονικά φάρμακα»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η τονική</i><br /><b>μουσ.</b> ο [[βασικός]] [[φθόγγος]] από τον οποίο αρχίζει η [[σειρά]] τών [[οκτώ]] φθόγγων της μουσικής κλίμακας<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[τονικός]]<br /><b>βιολ.</b> [[ανατομικός]] [[σχηματισμός]] ή [[φαινόμενο]] του οποίου η [[δραστηριότητα]] [[είναι]] [[συνεχής]] ή διατηρείται σε όλη τη [[διάρκεια]] της διέγερσης που δέχεται<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «τονικό [[σύστημα]]»<br /><b>μουσ.</b> η [[τονικότητα]]<br />β) «τονική [[μουσική]]» — [[μουσική]] που βασίζεται στην [[τονικότητα]]<br />γ) «[[τονικός]] [[τονισμός]]» — <b>βλ.</b> [[τονισμός]]<br />δ) «τονικά [[σημεία]]» — τα [[σημεία]] του τονισμού, οι τόνοι<br />ε) «τονικό ύψος» — η [[συχνότητα]] στην οποία βρίσκεται [[ένας]] [[ηχητικός]] [[τόνος]]<br />στ) «[[τονικός]] [[σπασμός]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[σπασμός]] [[κατά]] τον οποίο οι μύες, [[ιδίως]] τών μελών, βρίσκονται σε [[κατάσταση]] συνεχούς σύσπασης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει [[κάτι]] («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο<br /><b>3.</b> αυτός που έχει τη [[δύναμη]] ή την [[ιδιότητα]] να συστέλλει, [[συσταλτικός]] («τονικὴ [[ἐνέργεια]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ τονικόν</i><br />(ενν. [[χρῶμα]]) μία από τις [[τρεις]] μορφές της χρωματικής κλίμακας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τονικῶς</i> Α<br />με [[συστολή]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> обладающий силой: κατὰ τὰς πτέρυγας τ. Arst. с сильными крыльями;<br /><b class="num">2)</b> муз., грам. тонический.
|elrutext='''τονικός:'''<br /><b class="num">1)</b> обладающий силой: κατὰ τὰς πτέρυγας τ. Arst. с сильными крыльями;<br /><b class="num">2)</b> муз., грам. тонический.
}}
}}

Revision as of 11:25, 14 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τονικός Medium diacritics: τονικός Low diacritics: τονικός Capitals: ΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: tonikós Transliteration B: tonikos Transliteration C: tonikos Beta Code: toniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for stretching, capable of extension, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί Arist.PA693b12.    2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51.    3 of or for accents, τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9 (so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.); τὸ -κόν A.D.Pron.35.13.    4 resulting from τόνος 11.4, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al.    5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265. Adv. -κῶς Id.4.435.

German (Pape)

[Seite 1127] durch Spannung bewirkt, tönend, in einem Tone bestehend, Sp.; – τὸ τ., der ganze Ton, S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

τονικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ ἐκτείνῃ τι, ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 14. 2) ὁ ἐξ ἑνὸς τόνου συνιστάμενος, τὸ τονικόν, ἀντίθετον τῷ ἡμιτόνιον, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 51. 3) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τόνους, ὁ περὶ τόνων, Γραμμ.· - Ἰω. ὁ Ἀλεξανδρεὺς κατέλιπεν ἡμῖν πραγματείαν ἐπιγραφομένην τονικὰ παραγγέλματα.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τονικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τόνος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τόνο ή στον τονισμό
νεοελλ.
1. τονωτικός («τονικά φάρμακα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η τονική
μουσ. ο βασικός φθόγγος από τον οποίο αρχίζει η σειρά τών οκτώ φθόγγων της μουσικής κλίμακας
3. το αρσ. ως ουσ. ο τονικός
βιολ. ανατομικός σχηματισμός ή φαινόμενο του οποίου η δραστηριότητα είναι συνεχής ή διατηρείται σε όλη τη διάρκεια της διέγερσης που δέχεται
4. φρ. α) «τονικό σύστημα»
μουσ. η τονικότητα
β) «τονική μουσική» — μουσική που βασίζεται στην τονικότητα
γ) «τονικός τονισμός» — βλ. τονισμός
δ) «τονικά σημεία» — τα σημεία του τονισμού, οι τόνοι
ε) «τονικό ύψος» — η συχνότητα στην οποία βρίσκεται ένας ηχητικός τόνος
στ) «τονικός σπασμός»
ιατρ. σπασμός κατά τον οποίο οι μύες, ιδίως τών μελών, βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς σύσπασης
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να τείνει, να τεντώσει κάτι («ὄρνιθες κατὰ πτέρυγας τονικοί», Αριστοτ.)
2. (στους Στωικούς) αυτός που προκύπτει από τον τόνο
3. αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να συστέλλει, συσταλτικός («τονικὴ ἐνέργεια», Γαλ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τονικόν
(ενν. χρῶμα) μία από τις τρεις μορφές της χρωματικής κλίμακας.
επίρρ...
τονικῶς Α
με συστολή.

Russian (Dvoretsky)

τονικός:
1) обладающий силой: κατὰ τὰς πτέρυγας τ. Arst. с сильными крыльями;
2) муз., грам. тонический.