ᾠοειδής: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
m (Text replacement - "|" to "|") |
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ᾠοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με ωό, αυτός που έχει το [[σχήμα]] αβγού (α. «ωοειδές [[πρόσωπο]]» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «[[ωοειδής]] [[βόθρος]]» β. «ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b | |mltxt=-ές / [[ᾠοειδής]], -ές, ΝΜΑ<br />όμοιος με ωό, αυτός που έχει το [[σχήμα]] αβγού (α. «ωοειδές [[πρόσωπο]]» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>ανατ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «[[ωοειδής]] [[βόθρος]]» β. «ωοειδές [[τρήμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ωοειδής]]<br /><b>μαθημ.</b> [[είδος]] καμπύλης (α. «[[ωοειδής]] του Καρτεσίου» β. «[[ωοειδής]] του Κασίνι»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ωοειδές</i><br /><b>(πετρογρ.)</b> [[ωοειδής]] ή σφαιρική κρυσταλλική [[απόθεση]] με συγκεντρική ή ακτινωτή [[δομή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το υδατώδες [[υγρό]] του ματιού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ωοειδώς</i> Ν<br />με ωοειδές [[σχήμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ᾠόν</i> «[[αβγό]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ᾠοειδής:''' яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; [[σχῆμα]] Plut.). | |elrutext='''ᾠοειδής:''' яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; [[σχῆμα]] Plut.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:35, 14 January 2019
English (LSJ)
ές,
A egg-shaped, ovoid, Arist.HA539b12, 555b24, GA733a31, Eudox.Ars19.14; cf. ᾠώδης. II τὸ ᾠ., = τὸ ὑδατοειδές, the aqueous humour of the eye, Gal.19.358, Aët.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
ᾠοειδής: -ές, γεν. έος, ὅμοιος ᾠῷ, ἔχων τὸ σχῆμα ᾠοῦ, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 1, 9.. 5. 28, 2, περὶ Ζ. Γεν. 2. 1, 22, κ. ἀλλ· πρβλ. ᾠώδης. ΙΙ. τὸ ᾠοειδές = τὸ ὑδατοειδές, τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ ὑδατῶδες ὑγρόν, Γαλην. 19. 358, Θεόφιλ. Πρωτοσπαθ. σ. 152· καὶ αὐτόθι Greenhill.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
semblable à un œuf, ovale ; τὸ ᾠοειδές PLUT humeur ou sécrétion humide des yeux.
Étymologie: ᾠόν, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές / ᾠοειδής, -ές, ΝΜΑ
όμοιος με ωό, αυτός που έχει το σχήμα αβγού (α. «ωοειδές πρόσωπο» β. «σκώληκες ᾠοειδεῑς», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών (α. «ωοειδής βόθρος» β. «ωοειδές τρήμα»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ωοειδής
μαθημ. είδος καμπύλης (α. «ωοειδής του Καρτεσίου» β. «ωοειδής του Κασίνι»)
3. το ουδ. ως ουσ. το ωοειδές
(πετρογρ.) ωοειδής ή σφαιρική κρυσταλλική απόθεση με συγκεντρική ή ακτινωτή δομή
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. το υδατώδες υγρό του ματιού.
επίρρ...
ωοειδώς Ν
με ωοειδές σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
ᾠοειδής: яйцевидный, овальный (σκώληκες Arst.; σχῆμα Plut.).