ἱππηλάσιος: Difference between revisions

From LSJ

οὐετρανοὶ οἱ χωρὶς χαλκῶν → veterans who have not received bronze copies of the privileges granted on discharge

Source
m (Text replacement - "<i>η [[" to "η [[")
m (Text replacement - "<i>τὸ [[" to "τὸ [[")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ιο(ν) (Α [[ἱππηλάσιος]], -ία και -ίη, -ον) [[ιππηλάτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιππηλασία]]<br />το [[τρέξιμο]] με [[άλογο]], η [[ιπποδρομία]] (α. «[[έμπειρος]] στην [[ιππηλασία]]» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.<br />γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ [[ἱππηλάσιον]]<br />το [[τρέξιμο]] με άλογα<br /><b>αρχ.</b><br />|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιππασία]] ή στην [[αρματηλασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματηλασία]] («ἱππηλασίη [[οδός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=-ία, -ιο(ν) (Α [[ἱππηλάσιος]], -ία και -ίη, -ον) [[ιππηλάτης]]<br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> η [[ιππηλασία]]<br />το [[τρέξιμο]] με [[άλογο]], η [[ιπποδρομία]] (α. «[[έμπειρος]] στην [[ιππηλασία]]» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.<br />γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> τὸ [[ἱππηλάσιον]]<br />το [[τρέξιμο]] με άλογα<br /><b>αρχ.</b><br />|| αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[ιππασία]] ή στην [[αρματηλασία]], ο [[κατάλληλος]] για [[ιππασία]] ή [[αρματηλασία]] («ἱππηλασίη [[οδός]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:45, 14 January 2019

German (Pape)

[Seite 1258] α, ον, zum Fahren od. Reiten tauglich, ὁδός, Fahrweg, Il. 7, 340. 439.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππηλάσιος: -α, -ον, (ἐλαύνω) ὡς τὸ ἱππήλατος, ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν, ἱππ. ὁδός, ἁμαξιτός, Ἰλ. Η. 340, 439.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre aux courses de char.
Étymologie: ἱππήλατος.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω): for driving chariots; ἱππηλασίη ὁδός, Il. 7.340 and 439.

Greek Monolingual

-ία, -ιο(ν) (Α ἱππηλάσιος, -ία και -ίη, -ον) ιππηλάτης
το θηλ. ως ουσ. η ιππηλασία
το τρέξιμο με άλογο, η ιπποδρομία (α. «έμπειρος στην ιππηλασία» β. «ἐκεῑνος... οὐκ ἐφαίνετο ἐκ τῆς ἱππηλασίας», Βέλθ.
γ. «πρὸ τῆς συνεχοῦς ἱππηλασίας ἀπειρηκυῑαν ὁρῶντες», Ηλιόδ.)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱππηλάσιον
το τρέξιμο με άλογα
αρχ.

Greek Monotonic

ἱππηλάσιος: -α, -ον (ἐλαύνω), = ἱππήλατος· ἱππηλασία ὁδός, δρόμος κατάλληλος για τη διέλευση αρμάτων, δρόμος αμαξιτός, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἱππηλάσιος: (ᾰ) годный для проезда, т. е. удобный, широкий (ὁδός Hom.).

Middle Liddell

ἱππ-ηλάσιος, η, ον ἐλαύνω = ἱππήλατος
ἱππ. ὁδός a chariot-road, Il.